Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λατύπη η [latípi] Ο30 : το σύντριμμα που μένει μετά την εξόρυξη ή το λάξευμα της πέτρας. || κομμάτι πετρώματος αιχμηρό, γωνιώδες.
[λόγ. < αρχ. λατύπη]