Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαιμαριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαιμαριά η [lemarjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) εξάρτημα για το ζέψιμο ορισμένων ζώων, περιλαίμιο: H ~ του γαϊδάρου / του αλόγου.

[λαιμ(ός) -αριά 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες