Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλοδάχτυλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωλοδάχτυλο το [koloδáxtilo] Ο41 : (χυδ.) για τη συγκεκριμένη σεξουαλική χειρονομία. ΦΡ βάζω σε κπ. ~, τον ζορίζω υπερβολικά.

[κωλο- + δάχτυλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες