Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροκάλα η [krokála] Ο25 : αποστρογγυλεμένη πέτρα που βρίσκεται στις παράκτιες περιοχές και στις κοίτες ποταμών, λιμνών κτλ.
[ελνστ. κροκάλ(η) μεταπλ. -α (αρχ. σημ.: `ακτή΄)]