Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβέρ το [kuvér] Ο (άκλ.) : πλήρες ατομικό σερβίτσιο κατά το σερβίρισμα σε εστιατόριο: Xρειάζεται ακόμα ένα ~. || το πάγιο ποσό με το οποίο χρεώνεται στο εστιατόριο το σερβίρισμα κάθε πελάτη.
[λόγ. < γαλλ. couvert `σερβίτσιο φαγητού στο τραπέζι, πάγιο ποσό΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβερναδόρος ο,
- βλ. γκουβερναδόρος.
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβερνάριος ο.
-
- Κυβερνήτης:
- του … φοσσάτου άρχων και κουβερνάριος (Σφρ., Χρον. 1481‑2).
[<ουσ. κουβέρνον + κατάλ. ‑άριος· πβ. μεσν. λατ. guvernerius (Du Cange, Lat.)]
- Κυβερνήτης:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβερνατόρος ο,
- βλ. γκουβερναδόρος.
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβερνιάζω· κουεβερνιάζω.
-
– Βλ. και γκουβερνάρω.
- 1) Διοικώ, κυβερνώ:
- (Μαχ. 4812).
- 2) Προσέχω, επιτηρώ κάπ.:
- έβαλεν τινά να τον κουβερνιάσει (αυτ. 46829).
- 3) Φροντίζω, περιποιούμαι κ.:
- κουβερνίαζεν τ’ άλογα του ρηγός (αυτ. 4961).
- 4) Τακτοποιώ, ρυθμίζω:
- να κουβερνιάσει και να ’δηγήσει την Κερυνίαν βιτουαλίαν (αυτ. 42827).
[<προβ. gouvernar]
- 1) Διοικώ, κυβερνώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβέρνον το,
- βλ. γκουβέρνο.
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβερνούρης ο.
-
- 1) Κυβερνήτης, διοικητής:
- κουβερνούρης του ρηγάτου (Βουστρ. 23219).
- 2) Κηδεμόνας, επίτροπος:
- κουβερνούρην του υιού του (Μαχ. 6087).
[<προβ. gouvernour]
- 1) Κυβερνήτης, διοικητής:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβέρτα η.
-
- 1) Σκέπασμα:
- κουβέρταν χρυσοτσάπωτη εσάγισεν τον μαύρον (Ιμπ. 106).
- 2) (Ναυτ.) το κατάστρωμα του καραβιού:
- (Μαχ. 55429).
[<βεν. coverta. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Σκέπασμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβέρτα 1 η [kuvérta] Ο25 : μάλλινο ή βαμβακερό κλινοσκέπασμα: Yφαντή / πλεκτή ~. ~ ακρυλική / ολόμαλλη. Σκεπάζεται με δύο κουβέρτες.
κουβερτούλα η YΠΟKΟΡ. κουβερτάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. coverta ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )· κουβέρτ(α) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβέρτα 2 η : (ναυτ.) το κατάστρωμα του πλοίου.
[βεν. coverta, δες στο κουβέρτα 1]