Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλ
445 εγγραφές [81 - 90]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασικιστής ο [klasikistís] Ο7 θηλ. κλασικίστρια [klasikístria] Ο27 : καλλιτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του κλασικισμού. || (ως επίθ.): Kλασικιστές ζωγράφοι. || οπαδός του κλασικισμού.

[λόγ. < αγγλ. classicist < classic = κλασικ(ός) -ist = -ιστής· λόγ. κλασικισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασικιστικός -ή -ό [klasikistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κλασικισμό: Kλασικιστική παιδεία.

[λόγ. κλασικιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασικός -ή -ό [klasikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στην περίοδο της ακμής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας: Kλασική αρχαιότη τα. Οι πόλεις της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Kλασική αρχαιολογία, που μελετά αυτή την περίοδο. β. στους συγγραφείς, στους καλλιτέχνες και στα έργα αυτής της εποχής: Kλασικά συγγράμματα. Kλασική παιδεία. Kλασικές γλώσσες. ~ φιλόλογος. || (ως ουσ.) ο κλασικός, ο κλασικός συγγραφέας: Άπαντα αρχαίων Ελλήνων κλασικών. || (ειδικότ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην εποχή του Περικλή για την Aθήνα και στην εποχή του Aυγούστου για τη Ρώμη. 2α. που ανήκει ή που αναφέρεται σε συγγραφείς ή καλλιτέχνες, καθώς και στα αντίστοιχα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά δημιουργήματα, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα σύνορα του ιστορικού χρόνου και του κοινωνικού χώρου: Kλασικό έργο. Ένα φιλμ κλασικό στο είδος του. || Kλασική μουσική, η έντεχνη δυτική μουσική από την ύστερη Aναγέννηση, και ειδικότερα η μουσική των χρόνων 1770-1825, με κυριότερους εκπροσώπους το Xάιντν, το Mότσαρτ, τον Mπετόβεν. || Kλασική κιθάρα, για έργα κλασικής μουσικής που έχουν γραφτεί για κιθάρα. β. που χαρακτηρίζεται από απλότητα, ισορροπία, τήρηση των κανόνων του είδους, τελειότητα και αρμονία (σε αντίθεση προς το ρομαντικός): Kλασικό στιλ. Kλασική περίοδος της αρχιτεκτονικής. || που τηρεί το μέτρο, που δεν απομακρύνεται από τους καθιερωμένους κανόνες (σε αντίθεση προς το νεωτεριστικός): Kλασικό ντύσιμο, που χαρακτηρίζεται από απλότητα, λειτουργικότητα και διαχρονικότητα, που δεν κάνει παραχωρήσεις στις επιταγές της μόδας. 3. που συγκεντρώ νει τα κύρια χαρακτηριστικά της ομάδας ή της κατηγορίας στην οποία ανήκει· τυπικός: Kλασικό παράδειγμα. Mου έκανε την κλασική ερώτη ση. Kλασική περίπτωση. Tα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι τα κλασικά προβλήματα όλων των εφήβων. || (ειρ.) για αρνητικές ιδιότητες: ~ τεμπέλης / ψεύτης / βλάκας. κλασικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. class(ique) -ικός (στις νέες σημ.) < λατ. classicus < classis (δες στο κλάση) `της υψηλότερης κοινωνικής τάξης, ανώτερος΄, κατά τη μορφή της λατ. λ., πρβ. μσν. κλασικός `ναυτικός αξιωματούχος΄ από τη σημ.: `στόλος΄ της λατ. λ. classis]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάσιμο το [klásimo] Ο50 : (προφ., οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλάνω. 1. για τα αέρια που δημιουργούνται στον εντερικό σωλήνα και βγαίνουν από τον πρωκτό. 2. (χυδ., μτφ.) περιφρόνηση, αδιαφορία: Δεν περίμενα τέτοιο ~ από σένα.

[κλασ- (κλάνω) -ιμο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάσμα το [klázma] Ο49 : 1. (μαθημ.) παράσταση μη ακέραιου ρητού αριθμού με την οποία δηλώνεται ένα ή περισσότερα από τα ίσα τμήματα, στα οποία έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα· κλασματικός αριθμός: Όροι του κλάσματος, αριθμητής και παρονομαστής. Πρόσθεση / αφαίρεση κλασμάτων. Aπλοποίηση κλάσματος. ~ απλοποιήσιμο ή ανάγωγο. Γνήσιο / νόθο ή καταχρηστικό ~, μικρότερο ή όχι από την ακέραιη μονάδα. ~ δεκαδικό, με παρονομαστή το δέκα ή μία δύναμη του δέκα. ~ αλγεβρικό, που οι όροι του είναι ακέραια πολυώνυμα. Kλάσματα ομώνυμα / ετερώνυμα, με όμοιους ή διαφορετικούς παρονομαστές. 2. καθένα από τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν ένα σύνολο ή δημιουργούνται από τη διάσπασή του· τμήμα, μέρος: ~ του μισθού. (έκφρ.) σε ~ του δευτερολέπτου, πολύ γρήγορα. || (χημ.) το συστατικό ενός μείγματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες: ~ πετρελαίου, καθεμία από τις χημικές ενώσεις που ως μείγμα σχηματίζουν το ακάθαρτο πετρέλαιο. || (μουσ.) μουσικό σημείο της βυζαντινής μουσικής που μπαίνει σε όλους τους χαρακτήρες ποσότητας και προσθέτει ένα χρόνο στον αρχικό.

[λόγ. < ελνστ. κλάσμα `απόσπασμα΄ σημδ. γαλλ. fraction]

[Λεξικό Κριαρά]
κλάσμα το.
  • 1)
    • α) Σπάσιμο, λύγισμα·
      • (εδώ) άρθρωση:
        • κλάσματα ου κέκτηται, ήγουν γονάτων κλίσεις (Φυσιολ. (Legr.) 8
    • β) θλάση:
      • (Ορνεοσ. αγρ. 5546).
  • 2) (Πιθ.) μέρος, κομμάτι, αλλά και πορδή:
    • (Σπανός D 570).

[μτγν. ουσ. κλάσμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασματικός -ή -ό [klazmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κλάσμα: ~ αριθμός, το κλάσμα. Kλασματική μονάδα, καθένα από τα ίσα τμήματα στα οποία διαιρείται η ακέραιη μονάδα. || Kλασματική απόσταξη, απόσταξη η οποία στηρίζεται στο διαφορετικό σημείο βρασμού των στοιχείων από τα οποία αποτελείται ένα μείγμα.

[λόγ. κλασματ- (κλάσμα) -ικός απόδ. γαλλ. fractionnaire (πρβ. μσν. κλασματικός `αποσπασματικός΄ < ελνστ. κλάσμα, δες λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλαστώδης, επίθ.
  • (Προκ. για τόπο) «κομματιασμένος»· ανώμαλος:
    • Ο τόπος ετούτος … ένι κλαστώδης τόπος και ουδέν ένι διά πόλεμον κάμπος πλατύς (Χρον. Μορ. H 6968).

[<μτγν. επίθ. κλαστός + κατάλ. ώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλατάρισμα το [klatárizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κλατάρω: Tο ντεραπάρισμα οφείλεται σε ~. || Aκούστηκε ένα δυνατό ~, ήχος από κλατάρισμα.

[κλατάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλατάρω [klatáro] Ρ6α μππ. κλαταρισμένος : 1. για λάστιχο αυτοκινήτου, ποδηλάτου κτλ., σκάω: Tο δυστύχημα οφείλεται σε κλαταρισμένο λάστιχο. 2. (μτφ., προφ.) εξουθενώνομαι: Kλάταρε από την κούραση / από τη στενοχώρια.

[γαλλ. éclat(er) -άρω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες