Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεφτουριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεφτουριά η [klefturjá] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) το σύνολο των κλεφτών 2.

[κλέφτ(ης) 2 -ουριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες