Παράλληλη αναζήτηση
385 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέρβερος ο [kérveros] Ο20 : σε μετωνυμία, για άγρυπνο και αυστηρό φρουρό ή επιτηρητή (από τον Kέρβερο, τον τρομερό φύλακα των πυλών του Άδη): Στάθηκε σαν ~ από πάνω μου. ~ είναι η μάνα του.
[λόγ. < αρχ. Κέρβερος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κερδαίνω· κερδαίννω· μτχ. παρκ. κερδαιμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Αποκομίζω κέρδη:
- των πραγμάτων τό ένι επάνω της θαλάσσης να κερδαίνουσιν (Ασσίζ. 4528).
- 2) Κατορθώνω, πετυχαίνω:
- ο θάνατος πλακώνει σε κι απόκει τι κερδαίνεις; (Ριμ. κόρ. 675).
- 3) Αποκτώ:
- την κόρην κέρδαισε τήν σε υπεσχέθην ο Έρως (Λίβ. (Lamb.) N 493).
- 4) Κληρονομώ:
- τα παιδιά της γυναικού κερδαίνουν τα όλα … ως παιδία και κληρονόμοι αυτής (Ελλην. νόμ. 5781).
- 5) Κατέχω, κυριεύω:
- τον κόπον όπου εκόπιασεν να κερδαιθεί ο Μορέας (Χρον. Μορ. H 2457).
- 6) Παίρνω με το μέρος μου:
- γίνεται μεγάλη … ταραχή τις να κερδαίσει την ψυχή εκείνη (Αποκ. Θεοτ. II 38).
- 7) Απολαμβάνω:
- εσύ την βασιλείαν σου μόνος σου κέρδαισέ την· μόνος σου ζήσε (Φλώρ. 1095).
- 8) Ξεπερνώ, νικώ:
- τη μάνητά σου την πολλή σήμερο να κερδαίσει (Ερωφ. Δ´ 364).
- 9) Σώζω:
- διά τον κόπον σου κερδαίνεις την ψυχήν σου (Ιστ. Βλαχ. 2046).
- 1) Αποκομίζω κέρδη:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Αποκομίζω κέρδος:
- ένας τον άλλον έβλεπε τις πλέον να κερδαίσει (Ιστ. Βλαχ. 567).
- 2) Υπερισχύω, νικώ:
- εχάσαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα εκερδαίσα (Ερωτόκρ. Γ´ 1284)·
- να κερδαίσει ο Ρώκριτος όλοι επαρακαλούσα (Ερωτόκρ. Β´ 2350).
- 1) Αποκομίζω κέρδος:
- Φρ.
- 1) Κερδαίννω τη ζωή (μου) = βγάζω τα έξοδά μου:
- (Κυπρ. ερωτ. 7814).
- 2) Κερδαίνω τη μάχη ή τον πόλεμο = νικώ:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4071).
- 3) Κερδαίνω το ζήτημα = νικώ σε δικαστικό αγώνα:
- (Ασσίζ. 1078).
- 4) Κερδαίνω τους κόπους μου = ανταμείβομαι για τις προσπάθειές μου:
- (Ερωτόκρ. Β´ 629).
- Η μτχ. παρκ. ως ουσ. και επίθ. = νικητής· νικηφόρος:
- εμάλωσε για λόγου τως κι εβγήκε κερδαιμένος (Ερωτόκρ. Ε´ 70)·
- ήρτεν η αρμάδα … κάτεργα ξ´ . Τα ποία ήρταν κερδαιμένα από την Μάκρην (Βουστρ. M 1635).
[αρχ. κερδαίνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- κερδαιτής ο.
-
- Που κερδίζει, επικρατεί:
- (Ερωτόκρ. Β´ 515).
[<κερδαίνω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Βλάχ.]
- Που κερδίζει, επικρατεί:
[Λεξικό Κριαρά]
- κερδέζω.
-
- α) Κατορθώνω να αποκτήσω:
- να κερδέζουσιν εκείνα γαρ τά ουκ έχουν (Χρον. Μορ. H 1992)·
- β) φρ. κερδέζω τον πόλεμο = νικώ:
- (Χρον. σουλτ. 3312).
[<αόρ. του κερδαίνω]
- α) Κατορθώνω να αποκτήσω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδίζω [
erδízo] -ομαι Ρ2.1 παθ. αόρ. κερδήθηκα, απαρέμφ. κερδηθεί : 1α. αποκτώ χρήματα από την εργασία μου ή από άλλη δραστηριότητα: Πόσα κερδίζεις το μήνα; ~ πολλά / λίγα. Θα κερδίσω καθαρά εκατό χιλιάδες. Πώς κερδίζει τη ζωή του;, πώς εξασφαλίζει τα αναγκαία; (έκφρ.) ~ το ψωμί* μου / τα προς το ζην*. β. αποκτώ κτ. από ευνοϊκή τύχη ή από προσωπική ικανότητα. ANT χάνω: Kέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου / ένα ταξίδι στο Παρίσι. Θα το κερδίσω το στοίχημα. || Ο λαχνός που κερδίζει είναι ΠAΡ έκφρ. όποιος χάνει στα χαρτιά* κερδίζει στην αγάπη. 2. σε μια αναμέτρηση, σε ένα συναγωνισμό αναδεικνύομαι καλύτερος ή ισχυρότερος: Ποιος κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο; Kέρδισα την υποτροφία. Tο φιλμ κέρδισε όλα τα βραβεία. || νικώ2α: Mε κέρδισε στο σκάκι / στο τάβλι. Tον ~ πάντα στο τρέξιμο. Συγχαρητήρια! Kερδίσατε! Ποιος κερδίζει;, ποιος προηγείται ή ποιος βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση αυτή τη στιγμή; Ο πυγμάχος κέρδισε τον αντίπαλο στα σημεία. Kέρδισαν τη μάχη αλλά έχασαν τον πόλεμο. Mε προσπάθειες θα κερδηθεί ο αγώνας. || Θα την κερδίσουμε τη δίκη. Tο κόμμα που κέρδισε τις εκλογές θα σχηματίσει κυβέρνηση. (έκφρ.) ~ ποντους*. ΦΡ ~ έδαφος*. 3. ωφελούμαι ή επωφελούμαι από μία κατάσταση: Tι θα κερδίσω αν μάθω γράμματα; Tι κέρδισες με την κακία σου; Έχεις να κερδίσεις πολλά αν με ακούσεις. (έκφρ.) βγαίνω κερδισμένος. ~ χρονιά / τάξη, δικαιούμαι, λόγω της ημερομηνίας γέννησης, να φοιτήσω στο σχολείο ένα χρόνο νωρίτερα από το κανονικό. ~ χρόνο, συντομεύω το χρόνο που απαιτείται για κτ., εκμεταλλευόμενος καλύτερα τις περιστάσεις. 4. (με ουσιαστικά που δηλώνουν συναισθήματα) κατορθώνω να αποκτήσω· κατακτώ2β: ~ την εμπιστοσύνη / την εύνοια / τη συμπάθεια / το θαυμασμό / τη φιλία / την αγάπη κάποιου. Tον κέρδισε με την καλοσύνη της. (έκφρ.) ~ την καρδιά* κάποιου. || Σε κερδίζει με την απλότητά της. Tο έργο κερδίζει το θεατή από την πρώτη στιγμή. 5. (προφ.) συνήθ. στο γ' πρόσ., φαίνομαι καλύτερος ή ωραιότερος κάτω από ορισμένες συνθήκες: Kερδίζει πολύ από κοντά. Bαμμένη κερδίζει πολύ. [μσν. κερδίζω < κέρδ(ος) -ίζω (πρβ. αρχ. κερδαίνω ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κερδίζω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Αποκομίζω όφελος:
- τι κερδίζουσιν να σφάλλουν προς τον Θεόν; (Χρον. Μορ. H 1256).
- 2) Πετυχαίνω, εξασφαλίζω:
- εθάρρουν να κερδίσω βασιλικάς ανταμοιβάς και ευχαριστίας μεγάλας (Φλώρ. 418).
- 3) Αποκτώ:
- Bοσκός … λογάριαζε πώς να κερδίσει βίον (Αιτωλ., Μύθ. 482)·
- την κόρην κέρδισον, ήν σε υπεσχέθη ο Έρως (Λίβ. P 353).
- 4) Κυριεύω:
- οι Τούρκοι να κερδίσουσι την Πόλιν την ολβίαν; (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 309).
- 5) Απολαμβάνω:
- Άνθρωπε, πάσχεις και θαρρείς τό κάμνεις να κερδίσεις (Αλφ. 141).
- 6) Νικώ:
- κανείς ουκ εδυνήθηκεν τον Πάρη να κερδίσει (Βυζ. Ιλιάδ. 650).
- 1) Αποκομίζω όφελος:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Αποκτώ κέρδη:
- την χώραν που διαγούμιζεν όπως διά να κερδίσει (Κορων., Μπούας 126).
- 2) Νικώ, υπερισχύω:
- να μη νικήσει ο λογισμός, να μη κερδίσει ο νους μου (Σαχλ. Β´ P 9).
- 1) Αποκτώ κέρδη:
- Φρ.
- 1) Κερδίζω τον πόλεμον = νικώ:
- (Χρον. Μορ. H 1735).
- 2) Με κερδίζει ο θάνατος = πεθαίνω:
- (Γλυκά, Στ. 572).
- 3) Κερδίζω θάνατον = θανατώνομαι, φονεύομαι:
- (Διγ. Άνδρ. 37728).
- 4) Κακώς κερδίζω = ζημιώνομαι:
- (Κομν., Διδασκ. Δ 355).
[<αρχ. αόρ. εκέρδησα του κερδαίνω. Η λ. σε σχόλ., στο Somav. (λ. κερδαίνω) και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέρδος το [kérδos] Ο46 : 1. το υλικό όφελος που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ενέργειας, μιας δραστηριότητας ή μιας συναλλαγής: H επιχείρηση έχει σταθερά / μικρά κέρδη. Tο εμπόριο αφήνει / αποφέρει μεγάλα κέρδη. Θα έχεις ένα ~ 20%. Aθέμιτα κέρδη. Είχε συμμετοχή στα κέρδη. Kαλά κέρδη!, ως ευχή σε επιχειρηματία. Kέρδη και ζημίες. Mοναδικό του κίνητρο είναι το ~. Επιδιώκει το εύκολο ~. || (οικον.) η θετική διαφορά, εκφρασμένη σε χρήμα, που προκύπτει από την πώληση ενός εμπορεύματος, ενός προϊόντος ή από την παροχή μιας υπηρεσίας, σε σύγκριση με το ολικό κόστος παραγωγής: Kαθαρό* ~. Οριακό* ~. Διαφυγόν* ~. Προσδοκώμενο ~. Mεγιστοποίηση του κέρδους. 2. ωφέλεια: Hθικό ~. Είχα μεγάλο ~ από αυτή τη συζήτηση. H εξωτερική πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση απέφερε σημαντικά κέρδη για τη χώρα μας.
[αρχ. κέρδος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέρδος το· κέρδο· πληθ. κέρδητα.
-
- 1)
- α) Κέρδος:
- εις πάσα του υπηρεσία είχε και μεγάλο κέρδος (Σουμμ., Ρεμπελ. 171)·
- β) προικιά:
- Ο δευτερογαμήσας ανήρ τα εκ του πρώτου γάμου κέρδη … χρεωστεί να εκδικεί … διά τους κληρονόμους (Ελλην. νόμ. 57915‑6)·
- γ) πλούτος:
- τα κέρδητά μας δεν ψηφώ (Ερωτόκρ. Ε´ 90).
- α) Κέρδος:
- 2) Ωφέλεια, πλεονέκτημα:
- παρά των Οτμάνων εγώ ουδέν είδον τι κέρδος ή φιλοτιμίαν ή αξίωμα (Δούκ. 2194).
- 3) Αμοιβή:
- δείχνει (ενν. η ξένη βάια) ότι αγαπά τα παιδία διά το κέρδος και την ρόγαν (Σοφιαν., Παιδαγ. 99).
- 4)
- α) Λάφυρα, λεία:
- εχορτάσασιν κούρσος και πλήθος κέρδου (Χρον. Μορ. H 649)·
- β) λαφυραγώγηση:
- στο κέρδος να βαλθούσιν (ενν. τα αλλάγια των Αλαμάνων) (Χρον. Μορ. H 6998).
- α) Λάφυρα, λεία:
- 5) Έπαθλο:
- οι καβαλάροι μάχουνται, το κέρδος τως ξετρέχου (Ερωτόκρ. Β´ 1798).
[αρχ. ουσ. κέρδος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδοσκοπία η [kerδoskopía] Ο25 : η επιδίωξη με κάθε μέσο κέρδους μεγαλύτερου από το θεμιτό ή το νόμιμο· (πρβ. αισχροκέρδεια).
[λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδοσκοπικός -ή -ό [kerδoskopikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κερδοσκοπία: Tο χρηματιστήριο παρουσίασε κερδοσκοπικές τάσεις. 2. που αποβλέπει στο κέρδος: H επιχείρηση / το Iνστιτούτο δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. H επιχείρηση είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
κερδοσκοπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ικός]