Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καριοφίλι το [karjofíli] Ο44 : παλαιό εμπροσθογεμές τουφέκι με μακριά κάννη, που χρησιμοποιήθηκε πολύ στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821.
[ιταλ. Carlo e figli `Κάρλος και υιοί΄ (φίρμα εργοστασίου) με αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ. και παρετυμ. καρυοφύλλι]