Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάσσαρο το.
-
- Μεγάλος πύργος που περιβάλλεται από τείχος, φρούριο:
- Η Καπάλεια είναι κάσσαρο μεγάλο και στρογγυλό (Πορτολ. Α 35217).
- Η λ. ως τοπων.:
- (αυτ. 36110).
[<παλαιότ. ιταλ. cassaro (Kahane-Bremner 1967: 38) <μεσν. λατ. cassarum (Du Cange, Lat.) <αραβ. ḳa ṣr. Η λ. και σήμ. ως ναυτ.]
- Μεγάλος πύργος που περιβάλλεται από τείχος, φρούριο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κάσσαρος ο.
-
- Φρούριο:
- (Πορτολ. Α 3514).
[<ουσ. κάσσαρο (βλ. ά.)]
- Φρούριο: