Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοτοκίον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θεοτοκίον το.
  • (Εκκλ.) η κατακλείδα συνόλου τροπαρίων ή ωδής ενός κανόνα:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1580).

[<ουσ. Θεοτόκος + κατάλ. ίον. Η λ. τον 8. αι. (Lampe, λ. τόκιον) και σήμ. εκκλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες