Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θα
185 εγγραφές [101 - 110]
[Λεξικό Κριαρά]
θανατηφόρος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που προκαλεί το θάνατο:
      • θανατηφόρον να ποίσω σ’ αυτούς πόλεμον (Κορων., Μπούας 76
    • β) σχετικός με το θάνατο:
      • θανατηφόρον μοίραν (Κορων., Μπούας 102
    • γ) (νομ.) που επισύρει ως ποινή το θάνατο:
      • κρίσες θανατηφόροι (Ασσίζ. 2846).
  • 2) (Προκ. για εχθρό) θανάσιμος:
    • (Ζήνου, Βατραχ. 96).

[αρχ. επίθ. θανατηφόρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θανατηφόρος -α -ο [θanatifóros] Ε4 : που προκαλεί θάνατο· (πρβ. θανάσιμος): Θανατηφόρα σύγκρουση / επιδημία. Θανατηφόρο δυστύχημα / τραύμα. Tο δάγκωμα της οχιάς είναι θανατηφόρο.

[λόγ. < αρχ. θανατηφόρος]

[Λεξικό Κριαρά]
θανατικόν το.
  • Θανατηφόρα επιδημία:
    • ήλθεν έναν θανατικόν εις την Λευκωσίαν (Μαχ. 6826).

[ουδ. του μτγν. επιθ. θανατικός ως ουσ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, λ. ός) και σήμ. (ό)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θανατικός -ή -ό [θanatikós] Ε1 : 1. που σχετίζεται με το θάνατο: Kαταργήθηκε η θανατική ποινή. 2. (λογοτ., ως ουσ.) το θανατικό: α. θανατηφόρα επιδημία: Έπεσε θανατικό στους ανθρώπους / στη χώρα / στα ζωντανά. β. για αλλεπάλληλους θανάτους: Έπεσε θανατικό στο σπιτικό τους.

[1: λόγ. < ελνστ. θανατικός· 2: μσν. θανατικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. θανατικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θανατοποινίτης ο [θanatopinítis] Ο10 θηλ. θανατοποινίτισσα [θanato pinítisa] Ο27 : αυτός που είναι καταδικασμένος σε θάνατο και πρόκειται να εκτελεστεί· (πρβ. μελλοθάνατος): Δραπέτευσαν από τη φυλακή δύο θανατοποινίτες. Tα κελιά των θανατοποινιτών.

[λόγ. θανάτ(ου) -ο- + ποιν(ή) -ίτης· λόγ. θανατοποινίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
θανατοποιός, επίθ.
  • Που προκαλεί το θάνατο:
    • θανατοποιόν βλέμμα (Φυσιολ. (Legr.) 155).

[<ουσ. θάνατος + ποιός. Η λ. τον 4. αι. (Lampe) και σε σχόλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θάνατος ο [θánatos] Ο19 : 1. η οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός ζωντανού οργανισμού. ANT γέννηση, ζωή: Ποσοστό γεννήσεων και θανάτων σε μια χώρα. Φυσιολογικός / βίαιος / αιφνίδιος / φυσικός* ~. ~ από αρρώστια / από γεράματα / από δυστύχημα. Φέτος συνέβησαν πολλοί θάνατοι από τροχαία ατυχήματα. Kαταδίκη σε θάνατο. Ποινή θανάτου. Όπλα που σκορπούν το θάνατο. Aγγελτήριο θανάτου. Ληξιαρχική πράξη θανάτου και ως έκφραση για κτ. που οδηγείται στο τέλος του, στην παρακμή, στην καταστροφή: Tο ντοπάρισμα των αθλητών και η εμπορευματοποίηση αποτέλεσαν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ολυμπιακής ιδέας. Kίνδυνος-~, ως απαγορευτική ένδειξη υψηλού κινδύνου. Ελευθερία ή ~, ως σύνθημα, ιδίως για τον αγώνα του 1821. || Σιγή θανάτου, απόλυτη, νεκρική. || (ιατρ.) κλινικός* ~. || (εκκλ.) H μετά θάνατον ζωή. || (έκφρ.) δεν είναι κτ. για θάνατο / προς θάνατον, δεν πρέπει κτ. να μας στενοχωρεί υπερβολικά. ΦΡ μεταξύ ζωής* και θανάτου. ζήτημα* ζωής και θανάτου. στη ζωή* και στο θάνατο. ο θάνατός σου, η ζωή μου, όταν η δική μας επικράτηση είναι αποτέλεσμα του αφανισμού των άλλων. λευκός* ~, η ηρωίνη. παλεύω με το θάνατο, χαροπαλεύω. 2. για πολύ δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα: Γύρος / πήδημα / άλμα θανάτου, που επιχειρούν συνήθ. ακροβάτες. Aποστολή θανάτου, στρατιωτικού συνήθ. αποσπάσματος. (έκφρ.) μέχρι θανάτου: α. ως το έσχατο όριο: Aγώνας μέχρι θανάτου, αδυσώπητος, αμείλικτος. β. πάρα πολύ, υπερβολικά: Περίλυπος / πιστός μέχρι θανάτου. Mίσος μέχρι θανάτου. μετά θάνατον, για το ύστερα από το θάνατο χρονικό διάστημα. 3. (μτφ.) α. γεγονός πολύ δυσάρεστο ή οδυνηρό: H απώλεια του παιδιού της ήταν γι΄ αυτή ~. β. γεγονός ιδιαίτερα βλαπτικό, επιζήμιο: Tο τσιγάρο είναι ~ για την υγεία. γ. εξαφάνιση, καταστροφή: Ο ~ του ρομαντισμού / της δημοκρατίας / του φασισμού. Πολιτικός ~, πολιτική καταστροφή κάποιου. Ψυχικός ~, θάνατος της ψυχής εξαιτίας αμαρτιών. || ΦΡ για ζωή* και για θάνατο.

[αρχ. θάνατος]

[Λεξικό Κριαρά]
θάνατος ο.
  • 1)
    • α) Θάνατος:
      • την ζωήν τως μ’ άσκημο θάνατο να τη χάσου! (Ζήν. Β´ 308
      • φρ.
        • (1) αρπάζω τον θάνατον, μ’ αρπάζει ο θάνατος, βλ. αρπάζω Ι8·
        • (2) βάνω κάπ. εις θάνατο, δίνω σε κάπ. θάνατο = σκοτώνω κάπ.:
          • (Συναξ. γυν. 316), (Μαχ. 30029‑30
        • (3) βλέπω θάνατο, βρίσκω θάνατο, δίνω θάνατο, έρχομαι εις θάνατο, λαμβάνω θάνατο, παίρνω θάνατο = πεθαίνω, θανατώνομαι:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4142, 48712), (Παλαμήδ., Βοηβ. 104), (Αιτωλ., Βοηβ. 218), (Ασσίζ. 7525), (Ερωτόκρ. Δ´ 248
        • (4) κείτομαι του θανάτου = «είμαι του θανατά», κοντεύω να πεθάνω:
          • (Αχιλλ. N 1588
        • (5) πεθαίνω του θανάτου μου = πεθαίνω από φυσικό θάνατο:
          • (Ασσίζ. 22330
    • β) σφαγή, σκοτωμός:
      • Αλμερίγος έφυγε και θάνατος εγίνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42724
    • γ) (ως προσωποπ.):
      • ο Θάνατος κι ο Χάρος τους γυρεύγει (Ερωτόκρ. Γ´ 670).
  • 2) Επιδημία, «θανατικό»:
    • ο αιφνίδιος θάνατος του βουβώνος (Πανάρ. 749).
  • 3) Θανατική ποινή:
    • πρέπει να τους κρίνει εις θάνατον (Ασσίζ. 46825).
  • 4) (Περιληπτ.) θύματα, νεκροί:
    • Δε λέγω στο λογαριασμό το πλήθος του θανάτου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50115).

[αρχ. ουσ. θάνατος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θανατοσφαγμένος, μτχ. επίθ.· θανατοσφαμένος.
  • Νεκρός:
    • πικρόν το βλέπειν την σην ομόψυχον … θανατοσφαμένην (Καλλίμ. 1441).

[<ουσ. θάνατος + μτχ. παρκ. του σφάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
θανατοφορεμένος, μτχ. επίθ.
  • Νεκρός:
    • Σολντάδοι τουρκονίκητοι, θανατοφορεμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22727).

[<ουσ. θάνατος + μτχ. παρκ. του φορώ]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...19   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες