Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλεκτροπληξία η [ilektropliksía] Ο25 : βίαιος και σφοδρός κλονισμός του νευρικού συστήματος, συχνά θανατηφόρος, που προκαλείται από τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα ζωντανό οργανισμό: Kίνδυνος ηλεκτροπληξίας.
[λόγ. ηλεκτρο- + αρχ. πλῆξ(ις) `χτύπημα΄ -ία μτφρδ. αγγλ. electric shock ή electroshock (electro- = ηλεκτρο-)]