Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζημιώνω [zimióno & zimióno] -ομαι Ρ1 : α. προκαλώ σε κπ. ζημία, απώλεια οικονομική ή ηθική· (πρβ. βλάπτω): Δε θέλω να σας ζημιώσω, να σας κάνω να υποστείτε οικονομική απώλεια. Οι ενέργειές του ζημιώνουν πρώτα απ΄ όλα τον ίδιο, βλάπτουν. β. (ενεργ. ή παθ.) παθαίνω ζημιά, απώλεια οικονομική ή ηθική: Kάνε ό,τι σου λέω και δε θα ζημιωθείς / ζημιώσεις.
[μσν. ζημιώνω < αρχ. ζημι(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζημιώνω· μτχ. ενεστ. ζημιώνοντα.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Επιφέρω σε κάπ. ζημία, βλάβη:
- σώμα ζημιώνει (ενν. ο άνθρωπος) και ψυχήν (Σπαν. O 57)·
- β) καταστρέφω κάπ.:
- ρίχνει αστροπελέκια και ζημιώνει κι ανθρώπους και δενδρά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ´ [65])·
- (προκ. για τόπο) λεηλατώ, καταστρέφω:
- (Ψευδο-Σφρ. 21612).
- α) Επιφέρω σε κάπ. ζημία, βλάβη:
- 2)
- α) Επιβάλλω ποινή, τιμωρώ, καταδικάζω:
- όταν θυμωθούν (ενν. οι άρχοντες) …, ζημιώνουν, εξορίζουν (Πτωχολ. α 114)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Έξ. XXI 22)·
- β) επιβάλλω πρόστιμο:
- να ζημιώσουν αυτόν εκατόν άσπρα (Πεντ. Δευτ. XXII 19).
- α) Επιβάλλω ποινή, τιμωρώ, καταδικάζω:
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) χάνω, ζημιώνω:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1592).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ., μτβ.) χάνω, στερούμαι κ.:
- μήπως … ζημιωθώ και την ζωήν (Φλώρ. 1339).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ηττημένος, χαμένος, με απώλειες:
- ζημιωμένοι οι του ειρημένου στόλου επανέστρεψαν (Ψευδο-Σφρ. 56613).
[αρχ. ζημιόω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.