Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εωσινόφιλα τα [eosinófila] & ηωσινόφιλα τα [iosinófila] Ο40 : (βιολ.) λευκοκύτταρα του αίματος, που έχουν την ιδιότητα να χρωματίζονται έντο να με την εωσίνη.
[λόγ. < αγγλ. eosinophil ή γαλλ. éosinophile < νλατ. eosin- = εωσίν(η) / ηωσίν(η) -ο- + -phil(e) < αρχ. φίλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]