Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερύθημα το [eríθima] Ο49 : α.(λόγ.) κοκκίνισμα της επιδερμίδας του προσώπου που οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια: Ένα ~ οργής / αιδούς. Παρθενικό ~. β. (ιατρ.) κοκκίνισμα της επιδερμίδας του σώματος, ολικό ή μερικό: Hλιακό / λοιμώδες ~.
[λόγ. < αρχ. ἐρύθημα]