Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιχρίω [epixrío] -ομαι Ρ αόρ. επέχρισα, απαρέμφ. επιχρίσει, παθ. αόρ. επιχρίστηκα, απαρέμφ. επιχριστεί, μππ. επιχρισμένος : (λόγ.) κάνω επίχριση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιχρίω `αλείφω με άρωμα, πασαλείβω΄]