Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδαψιλεύω [epiδapsilévo] Ρ5.1α : (λόγ.) δίνω, προσφέρω σε κπ. κτ. καλό σε μεγάλη αφθονία: ~ φροντίδες / περιποιήσεις / επαίνους / τιμές σε κπ., τον φροντίζω, τον περιποιούμαι, τον επαινώ, τον τιμώ πολύ.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδαψιλεύω]