Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιβουλεύω· επιβουλεύγω· ’πιβουλεύω.
-
- I. (Ενεργ.) σχεδιάζω κακό εναντίον κάπ., επιβουλεύομαι κάπ.:
- Εάν επιβουλεύσει η γυναίκα της ζωής του ανδρός … (Ελλην. νόμ. 5381).
- II. Μέσ.
- α) σκέπτομαι να κάνω κ. κακό:
- επιβουλεύτηκες άλλον άνδρα να πάρεις (Ερωτοπ. 639)·
- β) σχεδιάζω κακό εναντίον κάπ., επιβουλεύομαι κάπ.:
- όσοι ’ναι που ’πιβουλεύοντ’ άλλους, λανθάνονται (Αιτωλ., Μύθ. 3111)·
- γ) φθονώ:
- ο Έρωτας επιβουλεύτηκέ με, επήρε μου τήν ηγαπώ (Ch. pop. 551).
- α) σκέπτομαι να κάνω κ. κακό:
[αρχ. επιβουλεύω. Ο τ. επιβουλεύγω στο Βλάχ. Ο τ. ’πιβουλεύω στο Somav. Το μέσ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) σχεδιάζω κακό εναντίον κάπ., επιβουλεύομαι κάπ.: