Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξολοκλήρου
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξολοκλήρου, επίρρ.
  • Έκφρ. όλος εξολοκλήρου = ολόκληρος:
    • (Βίος Αλ. 4844).

[<συνεκφ. εξ ολοκλήρου. Η λ. τον 5.-7. αι.(;) (Lampe)· βλ. και LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες