Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαναγκάζω [eksanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγκάζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. παρά τη θέλησή του ασκώντας έντονη πίεση ή χρησιμοποιώντας βία: Tον εξανάγκασαν να ομολογήσει εγκλήματα που δεν είχε διαπράξει. Εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.
[λόγ. < αρχ. ἐξαναγκάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαναγκάζω· εξηναγκάζω.
-
- Αναγκάζω, εξαναγκάζω:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 363)·
- εξαναγκάστηκα και ήλθα εις το Κάστρον πάλιν (Σαχλ., Αφήγ. 267).
[αρχ. εξαναγκάζω. Η λ. και σήμ.]
- Αναγκάζω, εξαναγκάζω: