Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελέφας ο· αλέφαντας· ελέφαντας· έλεφας· ’λέφαντας· ’λέφας· πληθ. ’λέφηδες.
-
- Ελέφαντας:
- σα ’λέφαντας τους πλάκωνε κι επέφταν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51812).
[αρχ. ουσ. ελέφας. Ο τ. ‑ντας στο Somav. και σήμ.]
- Ελέφαντας: