Παράλληλη αναζήτηση
809 εγγραφές [651 - 660] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτημόριο το [ektimório] Ο40 : (λόγ.) το καθένα από τα έξι ίσα μέρη στα οποία διαιρείται κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἑκτημόριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτηρώ.
-
- Διατηρώ, κρατώ:
- (Ερμον. Ω 165).
[<πρόθ. εκ + τηρώ. Η λ. το 10. αι. (LBG, ‑έω)]
- Διατηρώ, κρατώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτήτορας ο,
- βλ. κτήτωρ.
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτίθεμαι.
-
- 1) Κοινοποιώ:
- εξέθετο γαρ δόγμα (Δούκ. 1512).
- 2) Παρουσιάζω, δείχνω:
- θρόνον εκτεθείσης (Προδρ. III 273-44 χφ P κριτ. υπ).
[αρχ. εκτίθεμαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Κοινοποιώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτικιάζω,
- βλ. κτικιάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτικός, επίθ.
-
- Συνεχής·
- έκφρ. εκτικός πυρετός = πυρετική κατάσταση που παρατηρείται κατά την πορεία της πνευμονικής φυματίωσης:
- (Ιατροσ. κώδ. λθ´).
- έκφρ. εκτικός πυρετός = πυρετική κατάσταση που παρατηρείται κατά την πορεία της πνευμονικής φυματίωσης:
[μτγν. επίθ. εκτικός. Τ. έττικο στην Κ. Ιταλία (Andr., λ. εκτικός, Καραν.· πβ. όμως και το ιταλ. etico). Βλ. και κτικιάζω]
- Συνεχής·
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτίλλω.
-
- (Προκ. για χώρα) αποψιλώνω· καταστρέφω:
- (Ταμυρλ. 17).
[αρχ. εκτίλλω]
- (Προκ. για χώρα) αποψιλώνω· καταστρέφω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτίμηση η [ektímisi] Ο33 : 1. ο υπολογισμός αξίας υλικής ή ηθικής, ποιότητας, σημασίας, σοβαρότητας κτλ. ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κτλ.: ~ ζημιών. ~ αξίας ακινήτου. || κρίση, γνώμη αξιολογική: Kατά την εκτίμησή μου
2. καλή, θετική γνώμη για πρόσωπο: Έχω / τρέφω ~ για κπ., τον εκτιμώ, τον σέβομαι. Bαθιά / πολλή ~. Δεν του έχω και πολλή ~. Tον έχω σε μεγάλη ~. Xαίρω* της εκτιμήσεως κάποιου. ΦΡ ανεβαίνω* στην ~ κάποιου. κάποιος ανεβαίνει στην εκτίμησή μου.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτίμη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτιμητής ο [ektimitís] Ο7 θηλ. εκτιμήτρια [ektimítria] Ο27 : α. αυτός που κάνει εκτιμήσεις, που, κατά τη δική του εμπειρία και κρίση, αναλαμβάνει να προσδιορίσει την υλική (χρηματική) αξία ενός πράγματος: Tο δικαστήριο τον διόρισε ως εκτιμητή των ζημιών. ~ έργων τέχνης. ~ ακινήτου. β. αυτός που κρίνει και αποφαίνεται για τη σημασία γεγονότων, καταστάσεων κτλ.: Οι πολιτικοί εκτιμητές αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο προσεχές ταξίδι του πρωθυπουργού.
[λόγ. εκτιμη- (εκτιμώ) -τής· λόγ. εκτιμη(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτιμητικός -ή -ό [ektimitikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εκτιμητήα: Εκτιμητική επιτροπή / έκθεση. Εκτιμητικό πόρισμα. Εκτιμητική πράξη. || (νομ.) ~ όρκος, ο όρκος που επιβάλλει το δικαστήριο στον εκτιμητή, για να βεβαιώσει ότι έκανε δίκαιη εκτίμηση.
[λόγ. εκτιμητ(ής) -ικός]