Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλέρ το [eklér] Ο (άκλ.) : είδος μακρόστενου ατομικού γλυκίσματος με γέμιση από κρέμα ή σοκολάτα και επικάλυψη από γλασαρισμένη σοκολάτα.
εκλεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. éclair]