Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισπνοή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισπνοή η [ispnoí] Ο29 : α. (φυσιολ.) η πρώτη από τις δύο φάσεις της αναπνοής, δηλαδή η εισαγωγή αέρα στα αναπνευστικά όργανα (πνεύμονες): Παθητική / ήρεμη / βίαιη / ενεργητική ~. Bαθιά ~. β. εισαγωγή ουσίας από την αναπνευστική οδό, συνήθ. για θεραπευτικό σκοπό: Kάνω εισπνοές. Φάρμακο που χορηγείται για εισπνοές.

[λόγ. < αρχ. εἰσπνοή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες