Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσεντερία η [δisendería] Ο25 : (ιατρ.) εντερική πάθηση που χαρακτηρίζεται από συχνές βλεννώδεις και αιματηρές κενώσεις: H ~ θερίζει σε αρκετές υπανάπτυκτες χώρες.
[λόγ. < αρχ. δυσεντερία]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσεντερία η· δυσιντερία· λυσιντερία· λυσοντερία.
-
- Αρρώστια των εντέρων:
- την έκοψεν η θεία σπάθη του Θεού, από λυσιντερία (Ιστ. πατρ. 1206).
[αρχ. ουσ. δυσεντερία. Ο τ. δυσι‑ στο Βλάχ. (‑συ‑). Η λ. και σήμ.]
- Αρρώστια των εντέρων: