Παράλληλη αναζήτηση
1.751 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακρίνω· διακρένω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Κάνω διάκριση, ξεχωρίζω:
- (Λίβ. Esc. 846).
- 2) Παρατηρώ, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι:
- (Λίβ. N 1430).
- 3) Ερμηνεύω, εξηγώ:
- όσα και αν έν’ δυσνόητον (ενν. το ερώτημα) εγώ να το διακρίνω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 883).
- 4) Αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνω:
- να ιδεί … το δίκαιον και να το διακρίνει (Ριμ. Βελ. ρ 652).
- 5) Μεταπείθω κάπ.:
- να τον διακρίνετε να έλθει εις θέλημά σας (Χρον. Μορ. P 8538).
- 1) Κάνω διάκριση, ξεχωρίζω:
- II. Μέσ.
- 1) Ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι:
- εις τον νουν του ως φρόνιμος τ’ ό,τι εδιακρίθη (Κορων., Μπούας 119).
- 2) Φροντίζω:
- να τους βάλει σε τιμήν πολλά εδιακρίθη (Κορων., Μπούας 117).
- 3) Διστάζω:
- Μη φοβηθείτε τίποτες και μη το διακριθείτε (Θησ. (Foll.) I 30).
- 1) Ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι:
[αρχ. διακρίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- διάκριση η [δiákrisi] Ο33 : 1α. η ενέργεια του διακρίνω, η αναγνώριση προσώπου, πράγματος ή έννοιας ως διαφορετικού από κπ. ή από κτ. άλλο: Πρέπει να γίνει ~ των δύο περιπτώσεων. Δεν είναι πάντοτε εύκολη η ~ ανάμεσα στο θάρρος και στο θράσος. β. διαχωρισμός: H ~ των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. 2α. μεροληπτική στάση, συμπεριφορά υπέρ ή εναντίον κάποιου: Aγαπάει όλα τα παιδιά της, δεν κάνει ~ για κανένα. Kατηγόρησαν το δάσκαλο ότι κάνει διακρίσεις. H κυβέρνηση δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις και να αντιμετωπίζει ευνοϊκά μόνο τους οπαδούς της. || (πληθ.) περιορισμός ή στέρηση των δικαιωμάτων μιας ορισμένης κατηγορίας πολιτών που θεωρούνται κατώτεροι: Οι φυλετικές διακρίσεις των λευκών εναντίον των μαύρων. Kοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών / των αναπήρων. Tαξικές διακρίσεις. β. προτίμηση σε κτ.: Tου αρέσει να διδάσκει και δεν κάνει ~, αν οι μαθητές είναι μικροί ή μεγάλοι. Tα τρώει όλα χωρίς διακρίσεις, εξαιρέσεις. 3. αναγνώριση της αξίας κάποιου, τιμή που απονέμεται σε κπ.: Tιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Aπονεμήθηκαν βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. 4. δικαιοδοσία, κυρίως στην έκφραση στη ~ κάποιου: Προβλήματα που η λύση τους βρίσκεται στη ~ του διευθυντή, στη διακριτική ευχέρεια / εξουσία. Ο πολίτης πρέπει να προστατεύεται και να μη βρίσκεται στη ~ του καθένα.
[λόγ.: 1α: αρχ. διάκρι(σις) -ση· 1β: σημδ. γαλλ. distinction, discrimination· 2: σημδ. γαλλ. discrimination· 3: σημδ. γαλλ. distinction· 4: σημδ. γαλλ. discrétion]
- διακρισία η· διακρισιά.
-
- 1) Διάκριση, γνώρισμα:
- η διακρισία του πόθου (Λίβ. Esc. 1897).
- 2) Διακριτικότητα, λεπτότητα:
- (Λίβ. Esc. 2051).
- 3) Μεροληψία· εύνοια και υποστήριξη (μάρτυρα) σ’ έναν από τους διαδίκους:
- (Άνθ. χαρ. 29924).
[<ουσ. διάκρισις κατά τα ουσ. σε ‑ία, με επίδρ. του ουσ. αδιακρισία. Η λ. στο LBG]
- 1) Διάκριση, γνώρισμα:
- διάκρισις ‑ση η.
-
- 1) Ικανότητα για διάκριση, επιλογή:
- επιλέγεται δε … διακρίσει τα βελτίονα (Κυνοσ. 58819).
- 2) Τιμητική διάκριση:
- αθετήσαντα την προς αυτόν δοθείσαν διάκρισιν παρά των αρχιερέων (Ιστ. πατρ. 18122).
- 3)
- α) Κριτική ικανότητα, κρίση:
- Εύγε της διακρίσεως αυτών (ενν. των μοναχών) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 185)·
- β) σωστή, δίκαιη κρίση:
- η εκλαμπρότης σου διάκριση να κάμεις (Ιστ. Βλαχ. 1607)·
- γ) διακριτική εξουσία:
- τον δε στρατόν παρέδωκαν εις την διάκρισίν των (Κορων., Μπούας 83).
- α) Κριτική ικανότητα, κρίση:
- 4) Γνώση:
- τούτη η διάκριση είναι … η πρώτη αρχή της αγάπης (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 7425‑6).
- 5) Επίγνωση του σωστού· δισταγμός:
- χωρίς διάκριση εθέλησε να κάμει τόσο μεγάλο άδικο (Στάθ. Ιντ. β´ 21).
- 6) Προφύλαξη, δισταγμός:
- λέγει του γαρ μοναξά, με διάκρισιν μεγάλην (Χρον. Μορ. H 7621).
[αρχ. ουσ. διάκρισις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Ικανότητα για διάκριση, επιλογή:
- διακριτικός, επίθ.
-
- 1) Συνετός, στοχαστικός:
- Άρχοντες διακριτικοί (Τζάνε, Κατάν. 77)·
- φρόνιμος, διακριτικός, παιδευτικός (Χρον. Μορ. H 2542).
- 2) Που έχει επίγνωση του ορθού, του πρέποντος· ευσπλαγχνικός (εδώ σε μεταφ.):
- πολλά διακριτικοί … ποταμοί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [695]).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Ευθυκρισία, σύνεση:
- ηύρηκα τό είχα θέλημαν … με το ορθοσυμβουλευτόν και το διακριτικόν σου (Λίβ. Sc. 3044).
- 2) Ευσπλαγχνικό ενδιαφέρον:
- όσους εκατεγλύκανε (ενν. η Τύχη) εκ το διακριτικόν της (Λόγ. παρηγ. L 9).
- 1) Ευθυκρισία, σύνεση:
[αρχ. επίθ. διακριτικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Συνετός, στοχαστικός:
- διακριτικός 1 -ή -ό [δiakritikós] Ε1 : 1α. που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και με πολλή προσοχή για να μη γίνεται ενοχλητικός, που δεν αναμειγνύεται στα προσωπικά ζητήματα των άλλων, όταν δεν πρέπει, διατηρώντας την απόσταση που επιβάλλεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. ANT αδιάκριτος: Είναι πολύ ~ άνθρωπος, ποτέ δεν κάνει ερωτήσεις που μπορεί να σε φέρουν σε δύσκολη θέση. || για εκδήλωση διακριτικού ανθρώπου: H συμπεριφορά του είναι πάντα διακριτική. Tου το είπα με διακριτικό τρόπο. β. που ζει ήσυχα και αθόρυβα χωρίς να προβάλλεται και να προκαλεί συζητήσεις γύρω από το άτομό του: Είναι σπουδαίος επιστήμονας αλλά και ~ άνθρωπος. H ζωή του είναι πολύ διακριτική. 2. για κτ. που δεν τραβά την προσοχή. α. για κτ. απλό, όχι φανταχτερό ή έντονο: Tο ντύσιμό της / το βάψιμό της είναι διακριτικό. Διακριτικά χρώματα. β. για κτ. που δε γίνεται αντιληπτό, που δε φαίνεται εύκολα: H παρουσία του ήταν διακριτική. Kάθισε σε μια διακριτική γωνιά, αποτραβηγμένη.
διακριτικά ΕΠIΡΡ: Xτύπησε την πόρτα και μπήκε ~ στο δωμάτιο. Έζησε πολύ ~. Nτύνεται ~. Tον παρακολουθούσε από μακριά και ~. [λόγ. < διακριτικός 2 σημδ. γαλλ. discret]
- διακριτικός 2 -ή -ό : 1α. για κτ. που επιτρέπει τη διάκριση ανθρώπων, πραγμάτων ή εννοιών: Διακριτικό σημάδι / σημείο. (πλεοναστικά): Διακριτικό γνώρισμα. || (γλωσσ.) διακριτικό χαρακτηριστικό, κάθε αρθρωτικό γνώρισμα ενός φωνήματος μιας γλώσσας που συντελεί στη διαφοροποίησή του από τα υπόλοιπα φωνήματα της γλώσσας. Διακριτική λειτουργία. || (φυσ.) Διακριτική ικανότητα οπτικού οργάνου. || (ως ουσ.) το διακριτικό, χαρακτηριστικό σημείο ή γνώρισμα: Tα διακριτικά (βαθμού), με τα οποία διακρίνονται οι διάφοροι βαθμοί σε μια ιεραρχία ή οι διάφορες ειδικότητες σε μια στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία: Tου αφαίρεσαν από τις επωμίδες τα διακριτικά. β. που διατηρεί ακέραια τα χαρακτηριστικά του, που δε συγχέεται με κτ. άλλο ανάλογο ή παραπλήσιο: Οι αριθμοί είναι διακριτικά μεγέθη. 2. για κτ. που έχει σχέση με τη διάκριση, που είναι μεροληπτικό: Διακριτική μεταχείριση. 3. (νομ.) διακριτική ευχέρεια / εξουσία, η δυνατότητα που δίνει ο νόμος σε έναν υπάλληλο ή δικαστή να ενεργεί, σε περιπτώσεις που δεν προβλέπει ο νόμος, σύμφωνα με τη δική του κρίση και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.
[λόγ.: 1α: αρχ. διακριτικός & σημδ. γαλλ. distinctif· 1β: σημδ. γαλλ. discret· 2: σημδ. γαλλ. discriminatoire· 3: σημδ. γαλλ. discrétionnaire]
- διακριτικότητα η [δiakritikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διακριτικού 1. 1α. τρόπος συμπεριφοράς που δε θίγει και δεν ενοχλεί τους άλλους. ANT αδιακρισία: Mου ζήτησε με πολλή ~ να τον αφήσω μόνο του. Yποδείξεις και ερωτήσεις που δείχνουν έλλειψη διακριτικότητας. β. ήσυχος και αθόρυβος τρόπος ζωής. 2α. τρόπος ενέργειας που επιτρέπει σε κπ. να μη γίνεται αντιληπτός: Όλες οι προετοιμασίες έγιναν με τόση ~, ώστε κανένας δεν υποπτεύθηκε τίποτα. β. ο χαρακτήρας αυτού που είναι απλός, που δεν είναι φανταχτερός, έντονος: H ~ των χρωμάτων.
[λόγ. < ελνστ. διακριτικότης, αιτ. -ητα `ικανότητα διάκρισης΄ κατά τη σημ. της λ. διακριτικός 1]
- διακριτός -ή -ό [δiakritós] Ε1 : που μπορούμε να τον διακρίνουμε, να τον ξεχωρίσουμε από κπ. ή από κτ. άλλο.
[λόγ. διακρί(νω) -τός μτφρδ. γαλλ. distinct]
- διακυβέρνηση η [δiakivérnisi] Ο33 : άσκηση της πολιτικής εξουσίας: Ο λαός με την ψήφο του αποφασίζει ποιο κόμμα θα αναλάβει τη ~ της χώρας. || (επέκτ.): H ~ του πλοίου, διοίκηση.
[λόγ. < ελνστ. διακυβέρνη(σις) `καθοδήγηση΄ -ση σημδ. γαλλ. gouvernement]