Παράλληλη αναζήτηση
1.751 εγγραφές [1281 - 1290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικτάτος, επίθ.
-
- Δικτυωτός:
- Δικτάτην είχε φορεσά κι όλη χρυσοπλεμένη (Ερωτόκρ. Β´ 301).
[<ουσ. δίκτυ + κατάλ. ‑άτος]
- Δικτυωτός:
- δικτάτωρ ο.
-
- Άρχοντας με απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία:
- δικτάτωρ και αρχιστράτηγος της ημών των ιχθύων πληθύος (Θεολ., Τζίρ. 35625).
[μτγν. ουσ. δικτάτωρ. Η λ. και σήμ. (‑ορας)]
- Άρχοντας με απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία:
- δίκτυ(ν) το· δίκτυον· δίχτυ· δίχτυο· διχτυό.
-
- 1)
- α) Δίχτυ για ψάρεμα:
- τα καράβια ρίκτουσιν δίκτυα εν θαλάσσῃ (Ιμπ. 606)·
- β) (προκ. για κυνήγι ζώων ή πουλιών):
- σαν το πουλί στο δίχτυ (Ζήν. Δ´ 140· Χρον. Τόκκων 2673).
- α) Δίχτυ για ψάρεμα:
- 2) (Μεταφ.) παγίδα, πλεκτάνη:
- έπεσεν εις τα δίκτυα του φθόνου (Τρωικά 52813· Ιστ. Βλαχ. 2095).
[αρχ. ουσ. δίκτυον. Η λ. (‑υ) στο EM (DGE). Τ. ‑υο και ο τ. ‑χτυ και σήμ.]
- 1)
- δίκτυο το [δíktio] Ο40 : 1. πολύπλοκο συνήθ. σύμπλεγμα από γραμμές ή αγωγούς που διασταυρώνονται με τρόπο που μοιάζει με δίχτυ: Συγκοινωνιακό ~ / οδικό, σιδηροδρομικό, ακτοπλοϊκό, αεροπορικό ~, το σύνολο των δρόμων, των σιδηροδρομικών γραμμών και των θαλάσσιων και εναέριων οδών που συνδέουν τους διάφορους τόπους μεταξύ τους. ~ ύδρευσης / αρδευτικό / αποχετευτικό / ηλεκτρικό / τηλεφωνικό ~, το σύνολο των σωληνώσεων και των αγωγών που ξεκινούν από μια κεντρική μονάδα και με διακλαδώσεις φτάνουν στους καταναλωτές. Ραδιοφωνικό / τηλεοπτικό ~, σύστημα από ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς σταθμούς που συνδέονται μεταξύ τους, ώστε να εκπέμπουν ταυτόχρονα το ίδιο πρόγραμμα. || (πληροφ.) ~ (ηλεκτρονικών υπολογιστών), τρόπος σύνδεσης υπολογιστών, ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους. || (πληροφ.) το ίντερνετ. 2. σύνολο από πρόσωπα ή από επιχειρήσεις που συνεργάζονται με μια σχέση αλληλεξάρτησης: H επιχείρησή μας έχει ~ εμπορικών αντιπροσώπων. Εμπορικό ~. || σύνολο από πρόσωπα με μεγάλες διασυνδέσεις, που δρουν παράνομα ή μυστικά: Εξαρθρώθηκε ~ κακοποιών / εμπόρων ναρκωτικών / κατασκόπων.
[λόγ. < αρχ. δίκτυον (δες στο δίχτυ) σημδ. γαλλ. réseau & αγγλ. net]
- δικτύωμα το [δiktíoma] Ο49 : (τεχν.) κατασκευή που μοιάζει με δίχτυ: H οροφή στηρίζεται σε μεταλλικά δικτυώματα.
[λόγ. δικτυω- (δες δικτυώνω) -μα μτφρδ. γαλλ. reticulation(;)]
- δικτυώνω [δiktióno] -ομαι Ρ1 : 1. βοηθώ κπ. να δημιουργήσει έναν κύκλο (δίκτυο) γνωριμιών, τις οποίες συνήθ. χρησιμοποιεί για να εξυπηρετήσει προσωπικές του ανάγκες ή σκοπούς: Mόλις ήρθε στην πόλη μας δικτυώθηκε αμέσως. Πρέπει να δικτυωθείς όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Είναι καλά δικτυωμένος, γνωρίζεται με όλους τους παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου. 2. (οικ., παθ.) συνδέομαι σε δίκτυο υπολογιστών, συνήθ. για το ίντερνετ.
[λόγ. δίκτυ(ο) -ώ > -ώνω (διαφ. το ελνστ. δικτυοῦμαι `πιάνομαι σε δίχτυ΄)]
- δικτύωση η [δiktíosi] Ο33 : 1. δημιουργία ενός κύκλου γνωριμιών που μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού. 2. (τεχν.) σύνδεση με κάποιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο.
[λόγ. δικτυω- (δες δικτυώνω) -σις > -ση]
- δικτυωτός, επίθ.
-
- Που είναι καμωμένος όπως το δίχτυ:
- σκούφιαν άλλως δικτυωτήν (Γεωργηλ., Θαν. 113).
[μτγν. επίθ. δικτυωτός. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι καμωμένος όπως το δίχτυ:
- δικτυωτός 1 -ή -ό [δiktiotós] & διχτυωτός -ή -ό [δixtiotós] Ε1 : που σχηματίζει δίχτυ ή που είναι πλεγμένος ή κατασκευασμένος όπως το δίχτυ: Δικτυωτή πλέξη / ύφανση. Δικτυωτές κάλτσες. Δικτυωτό πλέγμα. || (ως ουσ.) το δικτυωτό, κατασκευή από λεπτές σανίδες, μεταλλικά ελάσματα ή ράβδους κτλ., που τοποθετούνται κάθετα η μία επάνω στην άλλη ή χιαστί.
[λόγ. < ελνστ. δικτυωτός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- δικτυωτός 2 -ή -ό : που μοιάζει ως προς τη δομή του με δίκτυο: ~ προγραμματισμός, σύστημα προγραμματισμού και οργάνωσης ενός έργου, του οποίου η γραφική παράσταση έχει τη μορφή δικτύου.
[λόγ. < δικτυωτός 1 σημδ. γαλλ. réticulé, réticulaire]