Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δι
1.751 εγγραφές [1021 - 1030]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνής -ής -ές [δieθnís] Ε10 : που έχει σχέση με το σύνολο των εθνών ή με τα περισσότερα από αυτά (με τους λαούς ή με τις κυβερνήσεις τους). 1. που ανήκει σε αυτά, ισχύει για αυτά, γίνεται ανάμεσα σε αυτά ή προέρχεται από αυτά, σε αντιδιαστολή προς το εθνικό ή το τοπικό: Διεθνή προβλήματα. Διεθνή ύδατα, που βρίσκονται υπό διεθνή έλεγχο. Διεθνές δίκαιο, που ρυθμίζει τις μεταξύ των κρατών σχέσεις. Διεθνείς συμφωνίες. Διεθνές σύστημα μονάδων (μέτρησης). Διεθνές εμπόριο. Διεθνείς συγκοινωνίες. Διεθνές αεροδρόμιο, για διεθνείς αερομεταφορές. Διεθνείς συγκρούσεις. Επιστήμονας με διεθνή αναγνώριση. || για κτ. στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι πολλών κρατών: ~ εμπορική έκθεση. Διεθνές συνέδριο. Διεθνείς οργανισμοί. Tο Διεθνές Nομισματικό Tαμείο. Tο Διεθνές Δικαστήριο (της Xάγης). H Διεθνής Tράπεζα. 2. (ως ουσ.) α. η Διεθνής: α1. διεθνής ένωση ομάδων ή κομμάτων σοσιαλιστικού χαρακτήρα: Πρώτη / δεύτερη / τρίτη (κομμουνιστική) Διεθνής. Σοσιαλιστική Διεθνής. || (μειωτ.) για άτυπη ένωση ατόμων με οργανωμένα συμφέροντα: H ~ του εγκλήματος / του κεφαλαίου. H μαύρη ~, ο διεθνής φασισμός. α2. ο ύμνος της τρίτης Διεθνούς: Οι εργάτες τραγούδησαν τη Διεθνή. β. ο διεθνής, αθλητής μιας εθνικής ομάδας που συμμετέχει σε διεθνείς αγώνες: Εκατοντάδες φίλαθλοι υποδέχτηκαν τους διεθνείς μας στο αεροδρόμιο. διεθνώς ΕΠIΡΡ: Συστήματα που ισχύουν / μέθοδοι που εφαρμόζονται ~. Είναι ~ γνωστός.

[λόγ. δι(α)- + έθν(ος) -ής κατά το αλλοεθνής μτφρδ. γαλλ. international· λόγ. διεθν(ής) -ώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνικός -ή -ό [δieθnikós] Ε1 : που γίνεται ανάμεσα σε έθνη· διεθνής.

[λόγ. διεθν(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνισμός 1 ο [δieθnizmós] Ο17 : δόγμα της μαρξιστικής ιδεολογίας το οποίο έχει ως στόχο τη διεθνή αλληλεγγύη που θα επιτευχθεί με την ένωση των λαών και την κατάργηση των συνόρων. || κίνηση για την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας και συνεννόησης και για την εξάλειψη των εθνικιστικών προκαταλήψεων.

[λόγ. διεθν(ής) -ισμός μτφρδ. γαλλ. internationalisme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνισμός 2 ο : (γλωσσ.) λέξη που χρησιμοποιείται από πολλές γλώσσες με παρόμοια σημασία. || (ειδικότ.) όρος του διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου που συνήθ. στηρίζεται σε αρχαία ελληνικά ή λατινικά λεξικά στοιχεία.

[λόγ. διεθν(ής) -ισμός μτφρδ. γερμ. Internationalismus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνιστής ο [δieθnistís] Ο7 θηλ. διεθνίστρια [δieθnístria] Ο27 : οπαδός του (προλεταριακού) διεθνισμού 1.

[λόγ. διεθν(ής) -ιστής μτφρδ. γαλλ. internationaliste· λόγ. διεθνισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνιστικός -ή -ό [δieθnistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το διεθνισμό 1: Διεθνιστική αλληλεγγύη. Διεθνιστικά κινήματα.

[λόγ. διεθνιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνολογία η [δieθnolojía] Ο25 : κλάδος της νομικής που ασχολείται με ζητήματα διεθνούς δικαίου και διεθνών σχέσεων.

[λόγ. διεθνο(λόγος) -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνολόγος ο [δieθnolóγos] Ο18 θηλ. διεθνολόγος [δieθnolóγos] Ο35 : νομικός ειδικευμένος στη διεθνολογία.

[λόγ. διεθν(ής) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνοποίηση η [δieθnopíisi] Ο33 : η ενέργεια του διεθνοποιώ. 1. υπαγωγή μιας περιοχής (πόλης, ποταμού, αεροδρομίου κτλ.) σε διεθνή έλεγχο και χρήση: H ~ της διώρυγας του Σουέζ. 2. ανάθεση της επίλυσης ενός τοπικού προβλήματος σε διεθνή οργανισμό.

[λόγ. διεθνοποιη- (διεθνοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνοποιώ [δieθnopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. διεθνές. 1. παραχωρώ, με διεθνή συμφωνία, σε όλα τα κράτη ή σε ομάδα κρατών το δικαίωμα χρήσης ή τη διοίκηση μιας περιοχής που ανήκε σε ένα μόνο κράτος: Διεθνοποιημένο αεροδρόμιο. 2. κάνω διεθνές ένα διμερές πρόβλημα, αναθέτω την επίλυσή του σε διεθνή οργανισμό: Tο κυπριακό πρόβλημα πρέπει να διεθνοποιηθεί, να πάψει να θεωρείται ελληνοτουρκική διένεξη.

[λόγ. διεθν(ής) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. internationaliser]

< Προηγούμενο   1... 101 102 [103] 104 105 ...176   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες