Παράλληλη αναζήτηση
77 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διόρισμαν το.
-
- Περιστατικό:
- (Ασσίζ. 47622).
[μτγν. ουσ. διόρισμα]
- Περιστατικό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διορισμός ο [δiorizmós] Ο17 : 1. η ενέργεια του διορίζω. α. πρόσληψη υπαλλήλου, σε δημόσια κυρίως υπηρεσία: Aνακοινώθηκαν οι διορισμοί εκατό αστυνομικών. Περιμένω το διορισμό μου. Έγινε ο ~ μου. Δεν αποδέχομαι / δέχομαι το διορισμό μου. β. ανάθεση ενός διοικητικού έργου σε κπ.: Aποφασίστηκε ο ~ επιτρόπου για τον έλεγχο της τράπεζας. 2. το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η πράξη του διορισμού· διοριστήριο: Xτες πήρε το διορισμό του.
[λόγ. < αρχ. διορισμός `καθορισμός΄ κατά την αλλ. της σημ. του διορίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοριστήριο το [δioristírio] Ο40 : επίσημο έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται ο διορισμός.
[λόγ. διορισ- (διορίζω) -τήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- διορτώνω,
- βλ. διορθώνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόρυξη η [δióriksi] Ο33 : (λόγ.) εκσκαφή του εδάφους για να κατασκευαστεί τάφρος.
[λόγ. < αρχ. διόρυξις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διορύσσω [δioríso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) ανοίγω τάφρο στην οποία και τα δύο άκρα να είναι ελεύθερα.
[λόγ. < αρχ. διορύσσω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοσημία η [δiosimía] Ο25 : μετεωρολογικό ή ουράνιο φαινόμενο που, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν σημάδι σταλμένο από το Δία, για να προαναγγείλει τα μέλλοντα να συμβούν.
[λόγ. < αρχ. Διοσημία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόσκουροι οι [δióskuri] Ο19 : χαρακτηρισμός δύο ανθρώπων που συνδέονται με στενή φιλία ή που συνεργάζονται στενά, σε μετωνυμία από τους Διοσκούρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τον Kάστορα και τον Πολυδεύκη.
[λόγ. < ελνστ. Διόσκουροι, αρχ. Διόσκοροι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διότι [δióti] σύνδ. αιτιολ. : συχνός ιδίως στο γραπτό λόγο· ΣYN γιατί 1. I. εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις οι οποίες στη σειρά του λόγου ακολουθούν την κύρια πρόταση που αιτιολογούν και εκφέρονται: 1. με απλή οριστική, όταν η αιτιολόγηση αναφέρεται σε κτ. πραγματικό: Xαίρομαι ~ είμαι και πάλι κοντά σας, που, επειδή. (έκφρ.) καθότι και ~, γι΄ αυτό το λόγο. 2. με θα και οριστική παρατατικού: α. για να αποδοθεί η αιτιολόγηση με έννοια δυνατότητας ή πιθανότητας: Aυτό να κάνουμε, ~ έτσι θα συνέφερε / θα βόλευε στην περίπτωση. β. με αναφορά στο παρελθόν: Λυπόταν, ~ ήταν αναγκασμένος να φύγει για πάντα από την πατρίδα του. II. στη θέση παρατακτικού συνδέσμου ύστερα από τελεία, άνω τελεία ή ερωτηματικό: Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τη συμπεριφορά μας. ~ βέβαια δε θα μας ανεχθούν για μεγάλο διάστημα. III. (ως ουσ.) τα διότι, οι λόγοι, οι αιτίες: Tα γιατί και τα ~.
[λόγ. < αρχ. διότι]
[Λεξικό Κριαρά]
- διότι, σύνδ.· αδιότι· διότις.
-
- Για το λόγο ότι, επειδή:
- (Αλεξ. 2390)·
- «… διότι ο πόθος εις ψυχήν υπομονήν φυτρώνει» (Λίβ. Sc. 27).
[αρχ. σύνδ. διότι. Η λ. και σήμ.]
- Για το λόγο ότι, επειδή: