Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διοίκησις ‑ση η· δοίκησις ‑ση.
-
- 1) Διεύθυνση, διακυβέρνηση:
- πάσαν την διοίκησιν της βασιλείας αυτού δέδωκεν (Έκθ. χρον. 7523).
- 2) Οι άρχοντες (εδώ των μονών):
- (Προδρ. ΙV 285).
- 3) Τακτοποίηση· συντήρηση:
- (Γλυκά, Αναγ. 353).
- 4) Προμήθειες:
- γιατί ’χαν δοίκηση πολλή, άρματα όσα χρήζουν (Θησ. Α´ [745]).
[αρχ. ουσ. διοίκησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Διεύθυνση, διακυβέρνηση: