Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχυτικός -ή -ό [δiaxitikós] Ε1 : που εκδηλώνει έντονα τα συναισθήματα φιλίας και συμπάθειας: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Ήταν πολύ ~ μαζί μου, δε μου φέρθηκε καθόλου ψυχρά.
διαχυτικά ΕΠIΡΡ: Mε χαιρέτησε πολύ ~. [λόγ. < αρχ. διαχυτικός `ικανός να διαλυθεί΄ σημδ. γαλλ. effusant]