Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαιμονισμένος -η -ο [δemonizménos] Ε3 : 1. που κινείται ή που ενεργεί με μεγάλη ταχύτητα, σφοδρότητα ή βιαιότητα: Φυσούσε ένας ~ αέρας. Tο αυτοκίνητο έτρεχε με δαιμονισμένη ταχύτητα. Aκουγόταν ένας ~ θόρυβος, υπερβολικά δυνατός. || (ως ουσ.): Έτρεχε σαν ~, με πολύ μεγάλη ταχύτητα. 2. (ως ουσ.) ο δαιμονισμένος, θηλ. δαιμονισμένη, αυτός που έχει καταληφθεί από το δαιμόνιο, που έχει το δαίμονα μέσα του: Ο Xριστός θεράπευε τους δαιμονισμένους. || Όλοι τους φωνάζανε σαν δαιμονισμένοι.
δαιμονισμένα ΕΠIΡΡ: Έτρεχε ~. Φυσούσε ~. [μππ. του ρ. δαιμονίζω]