Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάκτυλος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
δάκτυλος ο.
  • 1) Δάκτυλος (μέτρο μήκους):
    • (Ορνεοσ. αγρ. 5257).
  • 2) Έκφρ. άκρῳ δακτύλῳ ή άκροις δακτύλοις = ελάχιστα, «ακροθιγώς»:
    • (Γλυκά, Στ. 421), (Έκθ. χρον. 684).

[αρχ. ουσ. δάκτυλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάκτυλος 1 ο [δáktilos] Ο19 : 1. (λόγ.) το δάχτυλο. ΦΡ θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις για κτ. 2. (μτφ.) μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν σε υποκίνηση και ανατροπή: Ξένος / αμερικάνικος / σοβιετικός κτλ. ~. || (με γεν.): Πίσω από το πραξικόπημα υποπτεύονται δάκτυλο ξένων δυνάμεων. 3. (λόγ.) υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. δάκτυλος· 2: σημδ. αγγλ. dactyl (στη νέα σημ.) < λατ. dactylus < αρχ. δάκτυλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάκτυλος 2 ο : (μετρ.) 1. στη νεοελληνική μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα με τονισμένη την πρώτη συλλαβή και άτονες τις δύο επόμενες. || ο δακτυλικός στίχος. 2. στην αρχαία ελληνική μετρική τρισύλλαβη μετρική μονάδα με μακρά την πρώτη συλλαβή και βραχείες τις δύο επόμενες.

[λόγ. < αρχ. δάκτυλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακτυλοσκόπηση η [δaktiloskópisi] Ο33 : 1. μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου με βάση τα δακτυλικά του αποτυπώματα· δακτυλοσκοπία. 2. αντί του δακτυλική εξέταση.

[λόγ.: 1: γαλλ. dactyloscopie < dactyl- < αρχ. δάκτυλ(ος) -ο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση· 2: παρανόηση της σημ. ίσως με βάση τη λ. ορθοσκόπηση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακτυλοσκοπία η [δaktiloskopía] Ο25 : μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου με βάση τα δακτυλικά του αποτυπώματα· δακτυλοσκόπηση1.

[λόγ. < γαλλ. dactyloscopie < dactyl- < αρχ. δάκτυλ(ος) -ο- + -scopie = -σκοπία]

[Λεξικό Κριαρά]
δακτυλοσφίγγω.
  • (Προκ. για δαχτυλίδι) σφίγγω το δάχτυλο:
    • «… να με (ενν. το δακτυλίδιν) φορείς …, να σε δακτυλοσφίγγω …» (Λίβ. Sc. 810).

[<ουσ. δάκτυλο + σφίγγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες