Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαληνά, επίρρ.· αγαληνά.
-
- α) Σιγά σιγά, αργά, ήρεμα:
- επεριπάτει γαληνά (Διγ. Z 2121)·
- β) σιγανά, χωρίς θόρυβο, ψιθυριστά:
- ο Ρωτόκριτος … αγαληνά και σιγανά ποιος είναι φανερώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 580)·
- προς την βάγιαν έλεγε γαληνά εις το ωτίον (Διγ. Gr. 1232)·
- γ) κρυφά, ύπουλα:
- αγνώστως είδα γαληνά και έρχουνταν προς εμέναν (Διγ. Esc. 1439)·
- δ) μαλακά, τρυφερά, με τρόπο ήπιο:
- φιλεί με γαληνά (Ερωτοπ. 401)·
- ε) έκφρ. αγαληνά μου = με την άνεσή μου:
- (Πεντ. Γέν. XXXIII 14).
[<επίθ. γαληνός. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Σιγά σιγά, αργά, ήρεμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλήνεμα το [γalínema] Ο49 : το αποτέλεσμα του γαληνεύω: Tο ~ της θάλασσας. Tο ~ της ψυχής του.
[λόγ. γαληνεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαληνεύω [γalinévo] Ρ5.2α μππ. γαληνεμένος : 1. γίνομαι γαλήνιος· καλμάρω2: Γαλήνεψε η θάλασσα / ο καιρός. 2. (μτφ.) ηρεμώ κπ., τον κάνω να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία: H φύση σού γαληνεύει την ψυχή. || ηρεμώ: Tο πρόσωπό του γαλήνεψε. Mετά τη συζήτηση αισθάνθηκε την ψυχή του γαληνεμένη.
[λόγ.(;) < ελνστ. γαληνεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαληνεύω.
-
- (Προκ. για θάλασσα) ησυχάζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4527).
[<ουσ. γαλήνη + κατάλ. ‑εύω. Η λ. τον 4.-5. αι. (DGE) και σήμ.]
- (Προκ. για θάλασσα) ησυχάζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλήνη η [γalíni] Ο30α : 1. η κατάσταση που επικρατεί στην ατμόσφαιρα, όταν υπάρχει απόλυτη νηνεμία, όταν όλα είναι ήσυχα και σχεδόν ακίνητα: Mετά την τρικυμία έρχεται η ~, και ως έκφραση. Γύρω είχε απλωθεί ~. 2. εσωτερική, ψυχική ηρεμία: Aντιμετωπίζει το θάνατο με απόλυτη ~. Aισθάνθηκε μέσα του ~ και αγαλλίαση.
[λόγ. < αρχ. γαλήνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλήνη η.
-
- 1) (Προκ. για τη θάλασσα) ησυχία, ηρεμία:
- (Τζάνε Κρ. πόλ. 33623)·
- (προκ. για καιρικές συνθήκες):
- εγένετο γαλήνη και ευωδία (Διήγ. πανωφ. 57).
- 2) (Μεταφ.) έλλειψη ταραχών, ηρεμία:
- Παρελθούσης της περιστάσεως των Τούρκων και γαλήνης γενομένης (Δούκ. 31726).
[αρχ. ουσ. γαλήνη. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για τη θάλασσα) ησυχία, ηρεμία:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαληνίζω.
-
- Ηρεμώ, ησυχάζω:
- (Καλλίμ. 1577), (Φαλιέρ., Ιστ. 103).
[αρχ. γαληνίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ηρεμώ, ησυχάζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλήνιος, επίθ.
-
- 1) Ήσυχος:
- λιμένας γαληνίους (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 5).
- 2) (Ως τίτλος τιμητικός):
- κράτος το γαλήνιον της αυτοκρατορίας (Προδρ. III 43).
[μτγν. επίθ. γαλήνιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ήσυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλήνιος -α -ο [γalínios] Ε6 : 1. που τον χαρακτηρίζει γαλήνη· ήρεμος: Γαλήνια θάλασσα. Γαλήνιο τοπίο. 2. που εκφράζει ψυχική ηρεμία, που χαρακτηρίζεται από γαλήνη· ήσυχος: Γαλήνιο βλέμμα / πρόσωπο. Γαλήνια ζωή. ~ άνθρωπος, ατάραχος.
γαλήνια ΕΠIΡΡ: H ζωή του κύλησε ~. [λόγ. < ελνστ. γαλήνιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαληνίτης ο [γalinítis] Ο10 : το κυριότερο ορυκτό του μολύβδου, το οποίο χρησιμοποιείται στη ραδιοηλεκτρολογία.
[λόγ. < γερμ. Galen(it) -ίτης < λατ. galena < αρχ. γαλήνη `θειούχος μόλυβδος΄ (διαφ. από τη λ. γαλήνη `κάλμα΄)]