Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γένοιτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γένοιτο [jénito] : ευχετικός τύπος: α. (λόγ.) μονολεκτικά, όταν ο ομιλητής συμφωνεί για την πραγματοποίηση μιας ευχής που προηγήθηκε· μακάρι να γίνει. β. συχνότερα στην έκφραση ο μη ~, με την οποία ο ομιλητής σε παρενθετικό λόγο εύχεται να μη συμβεί το δυσάρεστο ενδεχόμενο που αναφέρει: Aν, ο μη ~, δε μας ειδοποιήσει, θα επιδιώξουμε εμείς να τον συναντήσουμε. Aν αποτύχει στις εξετάσεις, ο μη ~, πρέπει να ξαναδώσει.

[λόγ. < αρχ. γένοιτο, φρ. ὅ μή γένοιτο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες