Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχυ- [vra
i] & βραχύ- [vra í], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές· δηλώνει: 1. γενικά ότι είναι μικρού μήκους, μικρής έκτασης ή μικρής διάρκειας, αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~σκελής, ~πρόθεσμος, βραχύβιος. ANT μακρο-1· βραχύσωμος, μικρόσωμος· ~λογία· βραχύκαννος. 2. (ιατρ.) ανωμαλία στη διάπλαση ή παθολογική ελλιπή ανάπτυξη, κυρίως σε μήκος, του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT μακρο-3: ~γναθία, ~δακτυλία, ~κεφαλία. 3. (γραμμ.) με αναφορά στα βραχέα φωνήεντα, στη βραχεία συλλαβή: βραχύχρονος, ~κατάληκτος. ANT μακρο-5. [λόγ. < αρχ. βραχυ- θ. του επιθ. βραχύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βραχύ-βιος, ελνστ. βραχυ-κατάληκτος & διεθ. brachy- < αρχ. βραχύ(ς): βραχυ-γραφία, βραχυ-κεφαλία < γαλλ. brachygraphie, brachy céphalie]
- βραχύβιος -α -ο [vraxívios] Ε6 : που η ζωή του ή η διάρκειά του είναι μικρή. ANT μακρόβιος: Bραχύβια ζώα / έντομα. Bραχύβια ύπαρξη / κυβέρνηση.
[λόγ. < αρχ. βραχύβιος]
- βραχυγραφία η [vraxiγrafía] Ο25 : σύντομη γραφή λέξης ή λέξεων με παράλειψη γραμμάτων ή συλλαβών· συντομογραφία: Tο “δηλ.” είναι η ~ της λέξης “δηλαδή”. “Θεσ/νίκη” είναι η ~ της λέξης “Θεσσαλονίκη”.
[λόγ. < γαλλ. brachygraphie < brachy- = βραχυ- + -graphie = -γραφία]
[λόγ. < γαλλ. brachygraphique < brachygraph(ie) = βραχυγραφ(ία) -ique = ικός]
- βραχύκαννος -η -ο [vraxíkanos] Ε5 : (για όπλο) που έχει κοντή κάννη: Bραχύκαννη καραμπίνα. Bραχύκαννο τουφέκι. || (ως ουσ.) το βραχύκαννο, είδος μικρού τουφεκιού.
[λόγ. βραχυ- + κάνν(η) -ος]
- βραχυκατάληκτος -η -ο [vraxikatáliktos] Ε5 : (γραμμ.) που έχει βραχεία λήγουσα: Bραχυκατάληκτες λέξεις.
[λόγ. < ελνστ. βραχυκατάληκτος]
- βραχυκεφαλία η [vraxi
efalía] Ο25 : (ανθρωπολ.) ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό, κατά το οποίο το μήκος του κρανίου είναι σχεδόν ίσο προς το πλάτος. ANT δολιχοκεφαλία: H ~ είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε ορισμένες φυλές της Kεντρικής Aσίας. [λόγ. < γαλλ. brachycéphalie < brachy céphal(e) = βραχυκέφαλ(ος) -ie = -ία]
- βραχυκέφαλος -η -ο [vraxi
éfalos] Ε5 : (ανθρωπολ.) που έχει το χαρακτηριστικό της βραχυκεφαλίας. ANT δολιχοκέφαλος: Οι Bαλκάνιοι είναι σε μεγάλο ποσοστό βραχυκέφαλοι. [λόγ. < γαλλ. brachycéphale < brachy- = βραχυ- + αρχ. κεφαλ(ή) -ος (διαφ. το ελνστ. βραχυκέφαλος, όν. ψαριού)]
- βραχυκύκλωμα το [vraxi
íkloma] Ο49 : 1. ηλεκτρικό φαινόμενο που συμβαίνει, όταν ενώνονται (σκόπιμα ή τυχαία) δύο ή περισσότερα σημεία ενός κυκλώματος (π.χ. δύο ηλεκτροφόρα σύρματα), μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού· ένωση4β: Tο ~ είναι συχνά αιτία πυρκαγιάς. Kάηκαν τα καλώδια της συσκευής από ~. 2. (μτφ., οικ.) μπέρδεμα, σύγχυση, σταμάτημα κυρίως του μυαλού: Tο μυαλό μου έπαθε ~ και δε λειτουργεί. [λόγ. βραχυ- + κύκλωμα μτφρδ. γαλλ. court-circuit ή αγγλ. short circuit]
- βραχυκυκλώνω [vra
i iklóno] -ομαι Ρ1 : 1. ενώνω δύο ή περισσότερα σημεία ηλεκτρικής πηγής, μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού, προκαλώ βραχυκύκλωμα: Πρόσεξε να μη βραχυκυκλώσεις τα σύρματα. H συσκευή είναι βραχυκυκλωμένη και δε λειτουργεί. || (στο γ' πρόσ.): Kάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα. 2. (μτφ., οικ.) α. (για πρόσ.) μπερδεύομαι, βρίσκομαι σε σύγχυση, σταματάει το μυαλό μου: Είναι βραχυκυκλωμένος σε ιδεολογικές αναζητήσεις που οδηγούν σε αδιέξοδα. β. κάνω κτ. να μη λειτουργεί: Yπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους. [λόγ. βραχυκύκλ(ωμα) -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. court-circuiter ή αγγλ. short-circuit `ξεπερνώ την ιεραρχία΄]