Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αψευδής, επίθ.
-
- Tο αρσ. ως ουσ. = ονομασία του Xριστού:
- του Aψευδούς το λόγιον (Σφρ., Xρον. 15223 (έκδ. α‑)).
- Tο ουδ. ως ουσ. =
- 1) Aλήθεια:
- να πω … το αψευδές ετούτο (Περί ξεν. 106).
- 2) Eιλικρίνεια, αξιοπιστία:
- ελπίζω εις το αψευδές του (Λίβ. Sc. 293).
- 1) Aλήθεια:
[αρχ. επίθ. αψευδής]
- Tο αρσ. ως ουσ. = ονομασία του Xριστού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψευδής -ής -ές [apsevδís] Ε10 : κυρίως στις εκφράσεις ~ μάρτυρας / μαρτυρία, που δεν μπορεί να διαψευστεί, που δεν μπορούν να τον / την διαψεύσουν· αδιάψευστος: ~ μάρτυρας η φωτογραφία.
αψευδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀψευδής, ἀψευδῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψευδής, -ής, -ές [apsev∂ís] (L)
- not lying, truthful, veracious, reliable (syn αψεύτιστος 2, άψευτος, near-syn αληθής, ασφαλής 2, σίγουρος, ant ψευδής):
- ~εγγυητής, μάρτυρας |
- αψευδείς αριθμοί |
- αψευδείς πληροφορίες |
- αψευδή χείλη |
- απάνου του υπάρχει το αψευδές σημάδι των γηρατείων, το άσπρο χρώμα (Potamianos) |
- ο Δίας αποκαλύπτει στους θνητούς τις αψευδείς αλήθειες (Dakaris) |
- είναι η αψευδέστερη τεκμηρίωση ότι ολόκληρο το ελληνικό πρόβλημα κεντρώνεται γύρω από την προσωπικότητά του (Angelou) |
- το μαντείο [της Άβας] εθεωρείτο ισάξιο με εκείνο των Δελφών και αψευδέστατο (Varelas)
[fr kath αψευδής ← MG ← K (also pap), AG, cpd w. ψευδής]
- not lying, truthful, veracious, reliable (syn αψεύτιστος 2, άψευτος, near-syn αληθής, ασφαλής 2, σίγουρος, ant ψευδής):