Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφασία η [afasía] Ο25 : 1α.(ιατρ.) διαταραχή ή απώλεια της ικανότητας του ανθρώπου να χρησιμοποιεί ή να κατανοεί τον προφορικό ή γραπτό λόγο, η οποία οφείλεται σε βλάβη αντίστοιχων κέντρων του εγκεφάλου: Ολική / μερική / αισθητική ~. β. γενική απώλεια των αισθήσεων· (πρβ. κώμα): Tον μετέφεραν στο νοσοκομείο σε κατάσταση αφασίας. 2. (οικ., προφ.) α. για κτ. που παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι ευχάριστο, διασκεδαστικό ή πρωτότυπο: Kοίτα αυτό το κουκλάκι· δεν είναι ~; β. για πρόσωπο που παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι ευχάριστο ή διασκεδαστικό: Mεγάλη ~ αυτός ο αδερφός σου!
[λόγ. < νλατ. aphasia (στη σημ. 1) < αρχ. ἀφασία `βουβαμάρα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφασία [afasía] η, (L)
- ① inability or unwillingness to speak, speechlessness, mutism (syn αλαλία L, βουβαμάρα, μουγγαμάρα):
- ούτε δέκα λέξεις την ημέρα δεν έβγαιναν από τα μαραμένα της χείλη· την είχε πιάσει σαν πείσμα, σαν ~(Xenop) |
- επειδή τον κοίταζα σαστισμένος, χωρίς να μπορώ ν' απαντήσω, νόμισε πως η ~ μου οφείλετο στην άγνοια της Bουλγαρικής (Melas)
- ⓐ med, psychol impairment or loss of the ability to use or understand language, aphasia
- ② unconsciousness, coma (syn κώμα):
- δύο τραυματίες βρίσκονται σε ~| κάτω από έναν ήλιο, που δεν έκανε χιούμορ, .. είχαν περιπέσει περίπου σε ~ |
- μια δεύτερη προσβολή βύθισε σε ~ τη Δ. (TAthanasiadis) |
- τον μετέφεραν όπως όπως στο νοσοκομείο σε κατάσταση αφασίας (Bakalakis)
[fr kath αφασία ← K, AG, der of άφατος bes αφασία]
- ① inability or unwillingness to speak, speechlessness, mutism (syn αλαλία L, βουβαμάρα, μουγγαμάρα):
[Λεξικό Κριαρά]
- αφασιανός ο,
- βλ. φασιανός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφασίας ο [afasías] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (οικ., προφ.) για πρόσωπο που παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι ευχάριστο ή διασκεδαστικό: Mεγάλος ~ ο Πέτρος!
[αφασία2 -ς]