Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφίσταμαι [afístame] Ρ : (λόγ.) βρίσκομαι μακριά, απέχω πολύ από κτ. και μτφ. διαφέρω πολύ: Aφιστάμενες απόψεις.
[λόγ. < αρχ. ἀφίσταμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφίσταμαι [afístame] aor subj αποστώ (L)
- ① move or break away fr, diverge, deviate (syn απομακρύνομαι):
- η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να αποστεί από διακηρυγμένες θέσεις |
- από αυτό το νέο μήνυμα δεν μπορεί πια κανείς να αποστεί (Tsatsos) |
- κρατεί .. επιφυλακτική στάση και δεν αφίσταται από το πνεύμα της ορθοδοξίας (Vacalop)
- ② be far removed fr, fall short of, differ fr (syn απέχω 1b, διαφέρω):
- οι δυο προτάσεις αφίστανται, πολύ η μια από την άλλη |
- τα δύο είδη τόξων δεν αφίστανται πολύ από το ημικυκλικό |
- ο Tηλέμαχος .. αποξεχνιέται, πήγα να πω αποκοιμιέται, πράγμα που δεν αφίσταται και πολύ από τα γεγονότα (Maronitis)
[fr kath αφίσταμαι ← ByzG, PatrG (Joh. Moschus +619) ← K (also pap), AG, mediop of ἀφίστημι]
- ① move or break away fr, diverge, deviate (syn απομακρύνομαι):