Παράλληλη αναζήτηση
781 εγγραφές [721 - 730] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτούσιος -α -ο [aftúsios] Ε6 : που δεν έπαθε καμιά μεταβολή ή αλλαγή, που παραμένει ο ίδιος όπως ήταν: Επέστρεψε αυτούσιο το ποσό, ακέραιο, ανέπαφο.
αυτούσια ΕΠIΡΡ χωρίς καμιά αλλαγή. [λόγ. αυτ(ο)- + ουσί(α) -ος]
- αυτούσιος, -α, -ο [aftúsios] (L)
- ① entire, complete, integral (syn ακέραιος 2, ολόκληρος, πλήρης):
- είχαν κουβαληθεί για ντεκόρ όλοι οι θησαυροί των τσάρων, αυτούσιοι (Athanasiadis-N) |
- έπαιξε αυτούσια μερικά μεγάλα κομμάτια του (Melas) |
- στο σύνταγμα της Kύπρου θα περιληφθούν .. αυτούσιες κι οι σχετικές διατάξεις της ευρωπαϊκής σύμβασης (Christidis) |
- η Iλιάδα .. μπορεί να έχει συντεθεί πολύ αργότερα, .. αλλά .. με αυτούσια μοτίβα από την παλιότερη ποίηση (Papachatzis)
- ② unchanged, intact, identical, selfsame (near-syn αμετάβλητος, ολόιδιος):
- αυτούσια απεικόνιση, επανάληψη, πραγματικότητα |
- οι δύο τελευταίοι στίχοι ξαναγυρίζουν παρακάτω ή αυτούσιοι ή με παραλλαγή (Papanoutsos, adapted) |
- πλήθος λέξεων, που μεταχειρίζεται ο Όμηρος, εξακολουθούν να προφέρονται αυτούσιες από το στόμα του σημερινού ελληνικού λαού (Theodorakop) |
- δύσκολο είναι να μεταφερθεί σε μια άλλη γλώσσα η φωνή του ποιητή, πιστή, αυτούσια (Chatzinis) |
- την εικόνα του παρελθόντος δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια, αλλά την μεταμορφώνουμε (Mourelos)
- ③ med being in a natural state, untreated, unpurified:
- αυτούσιο φάρμακο |
- τα αυτούσια .. εκχυλίσματα δεν φαίνεται ν' αποδίδουν όσο οι βιολογικά απομονωμένες και καθαρές ορμόνες (Louros) [fr kath (neol) αυτούσιος, cpd w. combin form -ούσιος |
- ανούσιος, ομοιούσιος, ομοιοούσιος, ομοούσιος etc]. Cf PatrG αéτοούσιος (Acacius Caesariensis [+366], Migne, PG 42.392C).
- ① entire, complete, integral (syn ακέραιος 2, ολόκληρος, πλήρης):
- αυτοφαγία η [aftofajía] Ο25 : (βιολ.) η διατήρηση στη ζωή ενός ζωικού οργανισμού με την κατανάλωση ουσιών που περιέχονται στους ιστούς του.
[λόγ. < γαλλ. autophagie < ελνστ. αὐτοφάγ(ος) `που κατασπαράζει τον εαυτό του΄ -ie = -ία]
- αυτοφειλέτης [aftofilétis] ο, (L) law, commerce
- one personally accountable or liable for a debt, the debtor himself:
- ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης .., αν εγγυήθηκε σαν ~ (Christidis AK)
[fr kath (neol) αυτοφειλέτης, cpd w. οφειλέτης]
- one personally accountable or liable for a debt, the debtor himself:
- αυτόφθογγος, επίθ.
-
- (Προκ. για λέξη) που έχει ιδιαίτερο, ξεχωριστό φθόγγο, ήχο:
- (Προδρ. II 9 χφ H κριτ. υπ).
[<αυτο‑ + ουσ. φθόγγος]
- (Προκ. για λέξη) που έχει ιδιαίτερο, ξεχωριστό φθόγγο, ήχο:
- αυτοφονεύς ο.
-
- Aυτός που σκοτώνει ο ίδιος τον εαυτό του:
- στο σώμα του το ίδιον αυτοφονεύς να γένει (Kορων., Mπούας 29).
[<αυτο‑ + ουσ. φονεύς. H λ. στον Hσύχ., λ. αυτεπίβουλος]
- Aυτός που σκοτώνει ο ίδιος τον εαυτό του:
- αυτοφυής, επίθ.
-
- Που έχει μια υπόσταση (με κάπ. άλλο)·
- (εδώ) που αποτελεί (με κάπ. άλλο) ένα σύμπλεγμα:
- περιπλέκεται γαρ ταύτην …, γίνονται αυτοφυείς (Eρμον. X 332).
- (εδώ) που αποτελεί (με κάπ. άλλο) ένα σύμπλεγμα:
[αρχ. επίθ. αυτοφυής. H λ. και σήμ.]
- Που έχει μια υπόσταση (με κάπ. άλλο)·
- αυτοφυής -ής -ές [aftofiís] Ε10 : α.(για φυτά) που φυτρώνει μόνος του, χωρίς να τον φυτέψουν ή να τον σπείρουν: Aυτοφυή δάση / άνθη. β. (φυσ., για μέταλλα ή αμέταλλα στοιχεία) που υπάρχουν στη φύση σε στοιχειακή κατάσταση ως ορυκτά: Xρυσός ~.
[λόγ. < αρχ. αὐτοφυής]
- αυτοφυής, -ής, -ές [aftofiís] (L)
- ① bot growing by itself, uncultivated, wild, volunteer (syn αυτοφυόμενος, αυτόφυτος):
- αυτοφυή αγριολούλουδα, αγριόχορτα |
- δεν έπαψαν .. να καταγίνονται και με τη συλλογή αυτοφυών καρπών (NPlaton) |
- το χωριό .. βρίσκεται αμφιθεατρικά χτισμένο ανάμεσα σε κατάφυτη έκταση αυτοφυών καστανιών (Vasileiou) |
- poem .. πασχαλιές αυτοφυείς έρπαν με λευκούς βότρεις (Peranthis)
- ⓐ fig arising or developing by itself, spontaneous:
- δεν είναι αυτοφυείς οι καταστάσεις· είναι το απόσταγμα της αγωγής ενός λαού (Palaiologos)
- ② found locally, indigenous, native (syn αυτοχθονικός):
- αυτοφυή μέταλλα |
- ο Aμερικανός δεν ήταν ~ ράτσα· .. πλάστηκε .. από όλες τις εθνικότητες (Karantonis)
[fr kath αυτοφυής ← MG, PatrG ← K (also pap), AG (Hesiod +), cpd w. combin form -φυής (: φύω); cf ἀρτιφυής (Hippocr. +), δι- (Pherecydes +), εὐ- (Homer +), κακο- (Plato +), συμ- (Plato +), τριφυής (Theophr. +) etc]
- ① bot growing by itself, uncultivated, wild, volunteer (syn αυτοφυόμενος, αυτόφυτος):
- αυτοφυόμενος, -η, -ο [aftofiόmenos] (L) = αυτοφυής 1
- :
- αναφέρει κατά αλφαβητική σειρά μερικά από τα 1700 τόσα αυτοφυόμενα φυτά της Kύπρου (Floros)
- [fr kath αυτοφυόμενος, prp of kath (Koumanoudis
[1890]): αυτοφύεται φυτόν]