Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτούσια [aftúsia] adv (L)
- ① in its totality, entirely, completely (syn ακέραια, ολοκληρωτικά, L πλήρως):
- εκείνο που μόνο ανήκει αποκλειστικά και ~ .. στον υλικό κόσμο είναι η έκταση (Lambridi) |
- δεν μπόρεσε να εννοήσει .. όλα αυτά που περιβάλλουν την εκάστοτε κατάστασή μας· γι' αυτό .. μελαγχολεί τόσο ~ και απόλυτα (Vrachimis)
- ② in the original state, as is, without change (near-syn αμετάβλητα):
- παρουσιάζονται σαν απλές εικόνες του εξωτερικού κόσμου, μεταφερμένες ~ στο χαρτί (Sachinis) |
- ορισμένες φράσεις .. τις έχω μεταφράσει ~ (Louros)
[der of αυτούσιος]
- ① in its totality, entirely, completely (syn ακέραια, ολοκληρωτικά, L πλήρως):