Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοπεριορίζομαι [aftoperiorízome] Ρ2.1β : βάζω με τη θέλησή μου ή από δική μου πρωτοβουλία περιορισμούς στον εαυτό μου, περιορίζω μια δραστηριότητά μου.
[λόγ. αυτοπεριορ(ισμός) -ίζομαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: περιορισμός - περιορίζομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπεριορίζομαι [aftoperiorízome] aor αυτοπεριορίσθηκα, (L)
- confine, restrict or limit o.s. (syn περιορίζομαι, near-syn αυτοδεσμεύομαι):
- αυτοπεριορίζονται για να πειθαρχήσουν εσωτερικά τον εαυτό τους (Papanoutsos) |
- αυτοπεριορίζεται μέσα σε αυστηρά και κλειστά μετρικά και στιχουργικά συστήματα (Karantonis) |
- ο Θουκυδίδης αυτοπεριορίζεται και τοπικά, εκεί που ο Hρόδοτος απλώνει σε όλους τους λαούς της οικουμένης (Kakridis) |
- ο λεγόμενος θετικισμός .. δεν είναι παρά η φιλοσοφία, που αυτοπεριορίσθηκε αγνωστικιστικά στον κύκλο της διάνοιας (Tsatsos)
[fr kath (neol) αυτοπεριορίζομαι, cpd w. περιορίζομαι]
- confine, restrict or limit o.s. (syn περιορίζομαι, near-syn αυτοδεσμεύομαι):