Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμοδύναμη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοδύναμη [atmo∂ínami] η, (L)
  • steam power

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοδύναμις (1876), cpd w. δύναμις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες