Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμ*
82 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατμόμετρο [atmόmetro] το, (L)
  • ① steam gauge (syn phr μανόμετρο ατμού)
  • ② instrument for measuring evaporation, atmometer, evaporimeter (syn εξατμισίμετρο)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμόμετρον, cpd. w. -μετρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμομηχανή η [atmomixaní] Ο29 : η μηχανή που κινείται με τη δύναμη του ατμού. || (ειδικότ.) η ατμομηχανή του τρένου, ατμάμαξα.

[λόγ. ατμο- + μηχανή μτφρδ. γαλλ. machine à vapeur]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμομηχανή [atmomixaní] η, (L)
  • ① steam engine:
    • ως το 1935 τα ελαιοεργοστάσια εκινούντο με ατμομηχανές |
    • η ανακάλυψη της ατμομηχανής στην Αγγλία δεν άλλαξε την τύχη όλων των χωρών; (Evelpidis)
  • ② steam locomotive (syn ατμάμαξα):
    • τον εζάλιζαν .. οι κρότοι του τρένου, τα βογγητά της ατμομηχανής (Xenop) |
    • ο λόγος του .. ήταν σαν ~, που παρέσυρε το παν στην ορμή της (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμομηχανή, cpd w. μηχανή]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμομηχανική [atmomixanicí] η, (L) engineer.
  • steam engineering

[fr kath (neol) ατμομηχανική (sc επιστήμη), substantiv. f of ατμομηχανικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμομηχανικός, -ή, -ό [atmomixanikós] (L)
  • of or pertaining to steam engines

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμομηχανικός, der of ατμομηχανή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμόμυλος ο [atmómilos] Ο20 : μύλος που λειτουργεί με ατμομηχανή.

[λόγ. ατμο- + μύλος μτφρδ. γαλλ. moulin à vapeur]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμόμυλος [atmόmilos] ο, (L)
  • steam-powered mill:
    • βλέπει ανεμόμυλους και τους γκρεμίζει ..· χτίζει ατμόμυλους, φκιάνει δρόμους κλ (Kazantz)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμόμυλος, cpd w. μύλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμόνερο [atmόnero] το, (L)
  • condensed water

[fr kath (neol) ατμόνερον, cpd w. νερόν]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοπαραγωγή [atmoparaγoyí] η, (L)
  • steam generation (near-syn ατμοποίηση)

[fr kath (neol) ατμοπαραγωγή, cpd w. παραγωγή]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοπλοηγίδα [atmoploiyí∂a] η, (L) naut
  • pilot steamer

[fr kath (neol) ατμοπλοηγίς, cpd w. πλοηγίς (1858) 'πιλοτίνα']

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες