Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατέρμονας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατέρμονας [atérmonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : 1.που το μάκρος του ξεπερνά κάθε όριο, που δεν έχει τέλος, τέρμα, που δεν καταλήγει πουθενά· ατελείωτος2: Aτέρμονες διαπραγματεύσεις. || ~ απλωνόταν ο ωκεανός, απέραντος. 2. (τεχν.) που δεν έχει αρχή και τέλος: ~ ιμάντας, κυκλικός και με συνδεδεμένα τα δύο του άκρα. Aτέρμονο πριόνι, πριονοκορδέλα. ~ κοχλίας, χωρίς κεφαλή και οξύ άκρο. || (ως ουσ.) ο ατέρμονας, ο ατέρμονας κοχλίας.

[λόγ. < αρχ. ἀτέρμων, αιτ. -ονα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμονας [atérmonas] ο, (L) mechanics
  • worm (screw), worm gear (syn phr L ατέρμων κοχλίας):
    • τα οδοντώματα του ατέρμονα και του τομέα είναι φθαρμένα (Vardakos)

[substantiv. m fr kath phr ατέρμων κοχλίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες