Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύλληπτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύλληπτος -η -ο [asíliptos] Ε5 : I.που δεν τον έχουν συλλάβει ή που δεν μπορούν να τον συλλάβουν: Παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας ο δολοφόνος παραμένει ~. II. συνήθ. ως επιτατικό για κτ. του οποίου το μέγεθος ξεπερνά κατά πολύ τα συνηθισμένα: Aσύλληπτη ομορφιά / ποικιλία. Είναι ένα βιβλίο ασύλληπτης βλακείας. || Έτρεχε με ασύλληπτη ταχύτητα, υπερβολική. ασύλληπτα ΕΠIΡΡ στη σημ. II: Είναι ~ κακός.

[λόγ.: Ι: ελνστ. ἀσύλληπτος· ΙΙ: σημδ. γαλλ. incompréhensible]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύλληπτος, -η, -ο [asíliptos] (L) (& D ασύλληφτος)
  • ① not taken into custody, unapprehended, unarrested (syn άπιαστος 1):
    • η λύσσα του όχλου πέρασε άνετα από τους ασύλληπτους τρομοκράτες της Kύπρου στους Pωμιούς της Πόλης (Christidis)
  • ⓐ uncatchable, uncapturable, unseizable, elusive (syn άπιαστος 2b):
    • μη φοβάσαι, είμαι ~ |
    • εννέα μήνες μετά τη ρήξη ο A. εξακολουθεί να παραμένει ασύλληπτο φάντασμα (Ploritis)
  • ② ungraspable, unfathomable, incomprehensible, elusive (syn άπιαστος 3, near-syn ακατανόητος b):
    • παίρνει την παραζάλη του για μέθη διονυσιακή, που έρχεται τάχα ν' αποκαλύψει κάτι βαθύ και ασύλληπτο (Papanoutsos) |
    • η ελευθερία είναι κάτι διανοητικά ασύλληπτο (Tsatsos) |
    • δεν είναι το νόημά του ασύλληπτο με τη λογική (Theodorakop)
  • ⓑ inconceivable, unimaginable (near-syn αδιανόητος 1, αφάνταστος):
    • ~ |
    • ασύλληπτη μαγεία, ομορφιά, ποικιλία, ταχύτητα, φτώχεια |
    • ασύλληπτο μεγαλείο, μέγεθος, πανδαιμόνιο, πλήθος, ύψος |
    • έγραψαν ασύλληπτο αριθμό σελίδων (Charis) |
    • ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος πρέπει ν' αποκλεισθεί σαν κάτι το ασύλληπτο για την ατομική εποχή που ζούμε (Angelop) |
    • τίποτα δεν είναι πιο φανταστικό και πιο ασύλληπτο απ' το μηχανικό παιχνίδι του τεχνητού φωτισμού (Venezis) |
    • τα γεγονότα εξελίσσονται με ασύλληπτη ραγδαιότητα (Kasimatis)
  • ③ ungraspable, intangible, impalpable, elusive (syn άπιαστος 4, near-syn απροσδιόριστος 1b):
    • ασύλληπτη γοητεία, ελπίδα, κίνηση, μυρωδιά, χάρη |
    • ασύλληπτo φως |
    • μέσα του ζούσαν δυο διαφορετικές υπάρξεις, δεμένες μεταξύ τους μ' έναν ασύλληπτο κρίκο (Kanellop) |
    • πετυχαίνει εδώ να υποβάλει την αίσθηση των θολών και ασύλληπτων ψυχικών καταστάσεων (Dimaras) |
    • η προσωπικότητά τους έχει κάτι το πολύ ρευστό, το ασύλληπτο (Chatzinis) |
    • το ύφος λοιπόν είναι κάτι εντελώς φευγαλέο και ασύλληφτο (Theotokas)
  • ⓒ unattainable, ungraspable, unobtainable, inaccessible (syn άπιαστος 4b, άφθαστος):
    • ιδεώδες και ασύλληπτο πρότυπο |
    • ο λόγος του ποιητή .. έμεινε στα βιβλία, υπόδειγμα ζωής ιδανικής, ασύλληπτης (Charis)

[fr kath ασύλληπτος ← MG (6th c.) ασύλληπτος ← PatrG, K ἀσύλληπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες