Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστιγματισμός ο [astiγmatizmós] Ο17 : 1.ανωμαλία της όρασης η οποία οφείλεται στην ελαττωματική κυρτότητα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα ή σπανιότερα του κρυσταλλοειδούς φακού, με αποτέλεσμα τον ασαφή σχηματισμό του ειδώλου, καθώς οι φωτεινές ακτίνες δε συγκεντρώνονται σε ένα σημείο: Δεν έχει μόνο μυωπία· ο γιατρός τού βρήκε και αστιγματισμό. 2. (φυσ.) αδυναμία ενός φακού ή κατόπτρου να παραστήσει το οπτικό είδωλο ενός σημείου ως σημείο.
[λόγ. < γαλλ. astigma tisme < a- = α- 1 + αρχ. στιγματ- (στίγμα) στη σημ.: `σημάδι, βούλα΄ -isme = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστιγματισμός [astiγmatizmós] ο, (L) phys & opthalm
- astigmatism:
- μυωπικός ~astigmatism combined w. myopia |
- ~ λόγω ασυμμετρίας του κερατοειδούς |
- η αντινατουραλιστική σύλληψη πολλών μορφών του Γκρέκο πρέπει να αποδοθεί σε αστιγματισμό (Kanellop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστιγματισμός, cpd w. στιγματισμός]
- astigmatism: