Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκαρδαμυκτί [askar∂amiktí] adv (L)
- without blinking, fixedly:
- πολύ βλοσυρός με ζύγωσε, με κοίταξε ~
[fr kath ασκαρδαμυκτί ← PatrG, K, AG (Xenoph) der of ἀσκαρδάμυκτος (Aristoph.), this der of σκαρδαμύσσω 'blink']
- without blinking, fixedly: