Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκαρδαμυκτί
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασκαρδαμυκτί [askar∂amiktí] adv (L)
  • without blinking, fixedly:
    • πολύ βλοσυρός με ζύγωσε, με κοίταξε ~

[fr kath ασκαρδαμυκτί ← PatrG, K, AG (Xenoph) der of ἀσκαρδάμυκτος (Aristoph.), this der of σκαρδαμύσσω 'blink']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες