Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστόπετρα [azvestόpetra] η,
- limestone (syn in L ασβεστόλιθος):
- μέσα από δυο κίτρινους όγκους ασβεστόπετρας φάνηκε .. η Nεκρή Θάλασσα (Tsirkas) |
- poem μέσα στα σκίνα οι βράχοι, | πυρωμένη ~(Kouloufakos)
[fr postmed (Somavera) ασβεστόπετρα, cpd w. πέτρα]
- limestone (syn in L ασβεστόλιθος):